κατάφορτος

Revision as of 13:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")

English (LSJ)

ον, laden with, τινος J. Vit.26.

German (Pape)

[Seite 1389] mit Last versehen, belastet, τινός, womit, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάφορτος: -ον, πεφορτωμένος τι, τινος Ἰωσήπ. Βίος 26, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάφορτος, -ον)
φορτωμένος βαριά, παραφορτωμένος, καταφορτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φορτος (< φόρτος «φορτίο»), πρβλ. αντίφορτος, έμφορτος].