φρυαγμοσέμνακος
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
φρυαγμοσέμνακον, wanton and haughty, ἔχων τρόπους φ., coined to describe Bdelycleon in Ar.V.135.
German (Pape)
[Seite 1310] unbändig stolz, kom. Wort von einem Menschen, der mit unbändigem Übermuthe den Schein der Gravität verbindet, τρόπος, Ar. Vesp. 135; alte f. L. ist ὀφρυαγμοσέμνακος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la fois hautain et solennel, d'une morgue prétentieuse.
Étymologie: φρυαγμός, σεμνός.
Russian (Dvoretsky)
φρυαγμοσέμνᾰκος: ирон. величественно фыркающий (τρόποι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
φρυαγμοσέμνᾰκος: -ον, γαῦρος καὶ ἀλαζὼν ἢ ἀλαζὼν καὶ σοβαρός, ἔχων τρόπους φρ., λέξις χαλκευθεῖσα πρὸς περιγραφὴν Βδελυκλέωνος ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 135· πρβλ. φρύαγμα ΙΙ.
Greek Monolingual
-ον, Α αγέρωχος και αλαζονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύαγμα + σεμνός + επίθημα -ακος (πρβλ. τριβακός)].
Greek Monotonic
φρυαγμοσέμνᾰκος: -ον, ακόλαστος και αλαζόνας, σε Αριστοφ.