κραναήπεδος

From LSJ
Revision as of 09:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνᾰήπεδος Medium diacritics: κραναήπεδος Low diacritics: κραναήπεδος Capitals: ΚΡΑΝΑΗΠΕΔΟΣ
Transliteration A: kranaḗpedos Transliteration B: kranaēpedos Transliteration C: kranaipedos Beta Code: kranah/pedos

English (LSJ)

κραναήπεδον, with hard rocky soil, h.Ap.72.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol dur ou rocailleux.
Étymologie: κραναός, πέδον.

German (Pape)

mit hartem, felsigem Boden, H.h. Apoll. 72.

Russian (Dvoretsky)

κραναήπεδος: с каменистой почвой, каменистый (Δῆλος HH).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰνᾰήπεδος: -ον, ἔχων ἔδαφος τραχὺ καὶ πετρῶδες, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 72.

Greek Monolingual

κραναήπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα-ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν -η- (πρβλ. στεφανηφόρος) + -πεδος (< -πέδον), πρβλ. ακρήπεδος, επίπεδος].

Greek Monotonic

κρᾰνᾰήπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει σκληρό, βραχώδες έδαφος, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

κρᾰνᾰή-πεδος, ον πέδον
with hard rocky soil, Hhymn.