φιλαλήθεια

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλᾰλήθεια Medium diacritics: φιλαλήθεια Low diacritics: φιλαλήθεια Capitals: ΦΙΛΑΛΗΘΕΙΑ
Transliteration A: philalḗtheia Transliteration B: philalētheia Transliteration C: filalitheia Beta Code: filalh/qeia

English (LSJ)

ἡ,

   A sincerity, ingenuousness, τρόπου Them.Or.15.198b.

German (Pape)

[Seite 1274] ἡ, Wahrheitsliebe (?).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλαλήθης
η αγάπη για την αλήθεια, ειλικρίνεια
νεοελλ.
(φιλοσ.) α) (κατά τη μεταφυσ.-θεολ. αντίληψη) δεδομένη και απόλυτη ιδιότητα του υπέρτατου όντος, η οποία ταυτίζεται με την έννοια της αλήθειας, έξω από κάθε τοπικό ή χρονικό προσδιορισμό
β) (κατά την ανθρωπολ. προσέγγιση) η τάση για αναζήτηση της αλήθειας ή το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που λέγει την αλήθεια, έννοια που δηλώνει συνήθως την καλή πίστη ή πρόθεση εκείνου που μιλάει, χωρίς να ταυτίζεται με την αλήθεια ή να συνεπάγεται την εγγύησή της.