τυλίσσω
ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)
English (LSJ)
Att. τυλίττω,
A twist or roll up, ἠλακάτη τὸ ξύλον ἐν τυλίσσονται τὰ ἔρια Sch.Od.6.53.
2 metaph., οἴμας τυλίσσων(= ὁδοὺς ἐρευνῶν paraphr.) perhaps unravel, Lyc.11.
II bend: aor. Pass. ἐτυλίχθη v.l. for ἐλυγίχθη in Theoc.23.54.
French (Bailly abrégé)
rouler, envelopper.
Étymologie: τύλη.
German (Pape)
att. τυλίττω,
1 wulsten, aufrollen, aufwickeln, Lyc. 11, wo es der Schol. durch ἀνερευνάω erkl.
2 beugen, biegen, ἐτυλίχθη Theocr. 23.54, wo v.l. ἐλυγίχθη.
Russian (Dvoretsky)
τῠλίσσω: склонять: οὐδ᾽ ἐτυλίχθη (v.l. ἐλυγίχθη) τὰν ψυχάν Theocr. он не смутился душой.
Greek (Liddell-Scott)
τῠλίσσω: Ἀττικ. -ττω, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τυλίζω», Λυκόφρ. 11, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 53. ΙΙ. κάμπτω, λυγίζω· παθ. ἀόρ. α΄ ἐτυλίχθη διάφορ. γραφ. παρὰ Θεοκρ. 23. 54, ἀντὶ ἐλυγίχθη.
Greek Monotonic
τῠλίσσω: Αττ. τυλίττω, τυλίγω· κάμπτω, λυγίζω· Παθ. αόρ. ἐτυλίχθη, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
to twist up: to bend: aor1 pass. ἐτυλίχθη Theocr.
Mantoulidis Etymological
ἤ τυλίττω. Ἀπό τό οὐσ. τύλη (=ρόζος, σαμάρι). Συνώνυμο μέ τό τύλος (=κάλος, σκληρό ἐξόγκωμα). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τύλιγμα, τυλιγμός.