Ὁμήρειος

From LSJ
Revision as of 12:05, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὁμήρειος Medium diacritics: Ὁμήρειος Low diacritics: Ομήρειος Capitals: ΟΜΗΡΕΙΟΣ
Transliteration A: Homḗreios Transliteration B: Homēreios Transliteration C: Omireios Beta Code: *(omh/reios

English (LSJ)

Ὁμήρειον,
AHomeric, Hdt.5.67, Ar. Fr.222; also η, ον, Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Alex.Aet.5.6; τὸ Ὁμήρειον the Homeric phrase, Hp.Mochl.5; οἱ Ὁμήρειοι = οἱ Ὁμηρίδαι II, Pl.Tht.179e. Adv. Ὁμηρείως = Homerically Ael.NA15.16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'Homère, homérique.
Étymologie: Ὅμηρος.

Russian (Dvoretsky)

Ὁμήρειος: гомеровский Her., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

Ὁμήρειος: -ον, Ὁμηρικός, Ἡρόδ. 5. 67, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1· ὡσαύτως μετὰ καταλήξεως θηλ. Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Ἀλέξανδρος ὁ Αἰτωλὸς παρ’ Ἀθην. 699C· τὸ Ὁμήρειον, ἡ Ὁμηρικὴ φράσις, Ἱππ. 848Β, Πλάτ. Θεαίτ. 179Ε. ― Ἐπίρρ., Ὁμηρείως, Αἰλ. π. Ζ. 15. 16.

Greek Monotonic

Ὁμήρειος: -ον, Ομηρικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο, σε Ηρόδ.· τὸ Ὁμήρειον, ομηρική φράση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

Ὁμήρειος, ον,
Homeric, Hdt.: τὸ Ὁμ. the Homeric phrase, Plat.