ἔκτακτος

From LSJ
Revision as of 08:53, 30 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτακτος Medium diacritics: ἔκτακτος Low diacritics: έκτακτος Capitals: ΕΚΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: éktaktos Transliteration B: ektaktos Transliteration C: ektaktos Beta Code: e)/ktaktos

English (LSJ)

ἔκτακτον,
A detailed for special duties, of soldiers, Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.9.4, 16.2,4.
II special, reserved, POxy.646 (ii A.D.); δι' ἐκτάκτου = on a separate sheet, PStrassb.34.15.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. separado, milit. que está fuera de la formación ref. a portaestandartes, trompetas, etc., Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.9.4, 16.2, 4
en locuciones prep. sign. por separado, en documento aparte o adjunto δι' ἐκτάκτου PStras.34.16 (II d.C.), ἐξ ἐκτάκτου PWisc.16.11 (II d.C.), ἐν ἐκτάκτῳ PBeatty Panop.1.361, BGU 2764.4 (ambos III d.C.)
neutr. subst. τὸ ἔκτακτον = legado aparte destinado a uno de los herederos POxy.705.71 (III d.C.).
2 subst. τὰ ἔκτακτα = pagos extra, gratificaciones gener. en especie, sumadas al pago principal de la renta en dinero τὸν δὲ τῶν φοινίκων ... φόρον καὶ τὰ ἔκτακτα POxy.3354.44 (III d.C.), cf. 1631.22 (III d.C.), ἔκτακτα τῆς τρύγης POxy.3406.5 (IV d.C.), ἔκτακτα σπονδῆς POxy.3589.9 (II d.C.), tb. sumada al sueldo POxy.4597.17 (III d.C.).
II adv. ἐκτάκτως
1 por separado, en listas separadas ἐ. τοὺς ἀπαιτητὰς ἑλέσθαι καὶ τοὺς διαδότας PBeatty Panop.1.264 (III d.C.).
2 por separado, individualmente τοὺς ἀπαιτητὰς παντοίων εἰδῶν ... ὑφ' ἓν ὀνομάσαι καὶ μὴ ἐ. PBeatty Panop.1.233 (III d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτακτος: -ον, ὅρος στρατ. «ἔκτακτοι, τούτους τὸ μὲν παλαιὸν ἡ τάξις εἶχεν, ὡς καὶ τοὔνομα δηλοῖ, διότι τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν, εἰσὶ δὲ πέντε» κτλ. Σουΐδ., πρβλ. Αἰλιαν. Τακτ. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκτακτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική σειρά, ως βοηθητικόςέκτακτος υπάλληλος, καθηγητής»)
2. ο μη τακτικός, ο μη προβλεπόμενος, απρόβλεπτος, ειδικός, ιδιαίτερος («έκτακτα έξοδα, φόροι»)
3. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται σε ειδικές περιστάσεις, ασυνήθιστος, σπάνιος («έκτακτο στρατοδικείο», «έκτακτο παράρτημα»)
4. εξαιρετικός, έξοχος, άριστοςέκτακτος άνθρωπος», «κόρη εκτάκτου κάλλους»)
αρχ.
στρατ. ο απεσπασμένος σε ειδική υπηρεσία (επίρρ. εκτάκτως, έκτακτα).