καταρριζόω
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
make rooted, plant firmly, τὸ θνητὸν γένος Pl.Ti.73b; ἑαυτὸν εἰς τὴν πολιτείαν Plu.2.805f; λᾶα AP9.708 (Phil.):—Pass., take root, Pl.Ti.76c, 77c, etc.; σύριγγος κατερριζωμένης planted, terminated, Antyll. ap. Orib. 44.22.10.
French (Bailly abrégé)
καταρριζῶ :
enraciner, affermir solidement.
Étymologie: κατά, ῥιζόω.
German (Pape)
einwurzeln, (mit Wurzeln) befestigen; τὸ θνητὸν γένος Plat. Tim. 72b, vgl. 77c; Sp.
Russian (Dvoretsky)
καταρριζόω: укоренять, утверждать, укреплять (βαθὺ στήριγμα Anth.; τὸ θνητὸν γένος Plat.): καταρριζοῦσθαι Plat. и κ. ἑαυτόν Plut. пускать корни, укореняться, утверждаться.
Greek (Liddell-Scott)
καταρριζόω: κάμνω τι νὰ ῥιζώσῃ, φυτεύω στερεῶς, τὸ θνητὸν γένος Πλάτ. Τίμ. 73Β· ἑαυτὸν εἰς τὴν πολιτείαν Πλούτ. 2. 805F· στερεώνω, βεβαιώνω, Ἀνθ. Π. 9. 708.- Παθ., ἀποκτῶ ῥίζας, στερεοῦμαι, ῥιζοβολῶ, Πλάτ. Τίμ. 76Β· μόνιμον καὶ κατερριζωμένον πέπηγε αὐτόθι 77C· ὅσα ἄλλα ἐλλείμματα κατερρίζωται ἐν τοῖς ἀνθρώποις Θεμίστ. 11, 147Β.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταρριζόω [κατάρριζος] act., met acc. planten, doen wortelen. pass. intrans. wortel schieten.