δοκιμεῖον

From LSJ
Revision as of 15:06, 19 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκῐμεῖον Medium diacritics: δοκιμεῖον Low diacritics: δοκιμείον Capitals: ΔΟΚΙΜΕΙΟΝ
Transliteration A: dokimeîon Transliteration B: dokimeion Transliteration C: dokimeion Beta Code: dokimei=on

English (LSJ)

τό, test, means of testing, Pl.Ti.65c (v.l. δοκίμιον, as in D.H.Rh.11.1, Ep.Jac.1.3, 1 Ep.Pet.1.7, S.E.M.7.430, Lib.Decl.16.55), IG7.303.31 (Orop.); proof, εὐσεβείας OGI308.16 (Hierapolis), cf. Zos.3.13.

Spanish (DGE)

δοκίμιον
-ου, τό
• Alolema(s): δοκιμεῖον en inscr.
1 medio de examinar o valorar, prueba experimental, ref. al gusto τὰ φλέβια, οἷονπερ δοκίμια τῆς γλώττης τεταμένα ἐπὶ τὴν καρδίαν Pl.Ti.65c, γλῶσσαν ... γεύσεως δοκίμιον Longin.32.5, cf. Gp.2.10.7
medic. método de investigación o examen clínico ταῦτα πάντα καταβασανίζειν ... τοῖσι δοκιμίοισιν Hp.Prorrh.2.3.
2 piedra de toque y gener. medio de ensaye para metales preciosos δ. ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ πύρωσις LXX Pr.27.21, cf. D.H.Rh.11.1
fig. piedra de toque como medio de poner a prueba características físicas o morales χρυσὸς μὲν ἐν πυρί, ἀνθρώπου δὲ τρόπος ἐν δικαστηρίῳ βασανίζεται. τοῦτο δ. ἐφ' ἑκάστου Lib.Decl.16.55, ἠρώτησεν εἰ δ. ἔχει τίνι τρόπῳ πειράζεται ὁ πολύφιλος Plu.2.230a, δ. δὲ στρατιωτῶν κάματος Hdn.2.10.6, τὸ φανταστὸν ἑαυτοῦ τε καὶ τῆς φαντασίας εἶναι δ. S.E.M.7.430.
3 muestra de prueba, testigo ref. monedas de oro o plata conservadas como muestras de la aleación empleada en la fundición de ofrendas ἐκδότω δὲ ἡ ἀρχὴ ... ἐξ οὗ ἂν παραλάβῃ χρυσίου ... κατασκευάσαι ... φιάλην χρυσήν, καταλιπομένη δ. IOropos 324.31 (III a.C.), δ. τοῦ [χρυσ] ίου τοῦ εἰς τὰς φιάλας ἐν κιβωτίῳ IG 22.1424a.316, cf. 1415.12 (ambas IV a.C.), δ. ἀπὸ τοῦ περιρραντηρίου CID 2.102A.2.10, cf. 5, 108.20 (ambas IV a.C.), φιάλας χρυσᾶς ... καὶ δ. ID 1449Aab.2.32, cf. 442B.96 (II a.C.)
prueba visible, muestra de virtudes morales τῆ<ς> πρὸς θεοὺς εὐσεβείας ἔργῳ καλλίστῳ οὐ μεικρὸν δ. ἀπέλιπεν OGI 308.16 (II a.C.), τῆς σῆς περὶ συνθήκας εὐσταθείας Iambl.VP 185, εὐνοίας δοκίμια παρασχόμενος Zos.3.13.
4 puesta a prueba, demostración τὸ δ. ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν el poner a prueba vuestra fe engendra constancia, Ep.Iac.1.3
pureza, autenticidad de algo, al haber sido sometido a prueba ἵνα τὸ δ. ὑμῶν τῆς πίστεως ... εὑρεθῇ 1Ep.Petr.1.7.

German (Pape)

[Seite 653] τό, Mittel, mit dem man etwas untersucht und prüft, Plat. Tim. 65 c, nach Bekker; Inscr. 1570.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mieux que δοκίμιον;
moyen d'éprouver, d'essayer.
Étymologie: δόκιμος.

Russian (Dvoretsky)

δοκῐμεῖον: и δοκίμιον τό средство испытания или проверки: εἰ δ. ἔχει Plut. если возможно удостовериться; τὰ φλέβια, οἷόνπερ δοκίμια τῆς γλώττης Plat. жилки, служащие как бы щупальцами языка.

Greek (Liddell-Scott)

δοκιμεῖον: τό, κριτήριον, μέσον πρὸς δοκιμήν, Πλάτ. Τιμ. 65C Bekk., ἀλλὰ μετὰ δι. γρ. δοκίμιον, ὡς ἐν Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 3, 1 Πετρ. α΄, 7. ΙΙ. δεῖγμα τοῦ ἐξεταστέου μετάλλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570α. 31, Ζώσιμ. 3. 13. -Ἐν Ἀττ. ἐπιγρ. δοκιμεῖον, Meisterh. σ. 51.

Greek Monotonic

δοκιμεῖον: ή δοκίμιον, τό (δόκιμος), κριτήριο, μέσο για δοκιμή, τρόπος δοκιμασίας, σε Πλάτ., Κ.Δ.

Middle Liddell

n n δόκιμος
a test, means of testing, Plat., NTest. [from δοκιμή