ἀρίδακρυς
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
υ, gen. υος, very tearful, γόος A.Pers.947 (lyr.); of persons, Arist.HA608b9, Pr. 953b11: prov., ἀριδάκρυες ἀνέρες ἐσθλοί Sch. Ven.Il.1.349; but in bad sense, Ph.2.269.
Spanish (DGE)
(ἀρίδακρῠς) -ῠ
• Prosodia: [ᾰρῐ-]
• Morfología: [gen. -υος]
1 abundante en lágrimas, γόος A.Pers.947, cf. Poll.2.63.
2 de pers. que llora mucho, dado al llanto γυνὴ ἀνδρὸς ... ἀρίδακρυ μᾶλλον Arist.HA 608b9, cf. Arist.Pr.953b11, prov. ἀριδάκρυες ἀνέρες ἐσθλοί Sch.Er.Il.1.349, ἀγαθοὶ δ' ἀριδάκρυες ἄνδρες Zen.1.4
•peyor. γενόμενος φιλήδονος ... ἔσει ... ἀ. Ph.2.269.
German (Pape)
[Seite 350] υος, dasselbe, γόος Aesch. Pers. 910; ἀγαθοὶ δ' ἀριδάκρυες ἄνδρες Zen. 1, 14. Vgl. Schol. Il. 19, 5.
French (Bailly abrégé)
υς, υ;
accompagné de larmes abondantes.
Étymologie: ἀρι-, δάκρυ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρίδακρυς:
1 сопровождаемый горьким плачем (γόος Aesch.);
2 Arst. = ἀριδάκρυος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίδακρῠς: υ, γεν. -υος, ὁ πολύδακρυς γόος Αἰσχύλ. Πέρς. 947˙ ἐπὶ προσ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 1. 1, πρβλ. 30. 1, 7˙ παροιμ., ἀριδάκρυες ἀνέρες ἐσθλοὶ Σχόλ. Ἐν. εἰς Ἰλ. Α. 349.
Greek Monotonic
ἀρίδακρῠς: -υ, γεν. -υος (δάκρυ), αυτός που κλαίει πολύ, ο πολύδακρυς, σε Αισχύλ.