κατάμεμψις
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
-εως, ἡ, blaming, finding fault with, κ. σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Th.7.75, cf. Plu.Mar.39; οὐκ ἔχει τινὶ κατάμεμψιν it leaves him no ground for censure, Th.2.41, cf. J.AJ6.6.3.
German (Pape)
[Seite 1363] ἡ, Tadel, Vorwurf, Anklage, τινὶ ἔχειν, der ἀγανάκτησις entsprechend, Thuc. 2, 41; κατάμ. σφῶν αὐτῶν ἦν, sie klagten sich selbst an, 7, 75; Sp., wie D. Hal. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
blâme, reproche, accusation.
Étymologie: καταμέμφομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάμεμψις -εως, ἡ [καταμέμφομαι] kritiek, verwijt.
Russian (Dvoretsky)
κατάμεμψις: εως ἡ порицание, обвинение, упрек (ἑαυτοῦ Plut.): οὐκ ἔχει ἐμοὶ κατάμεμψιν Thuc. у меня нет оснований жаловаться; κ. σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Thuc. они осыпали друг друга упреками.
Greek (Liddell-Scott)
κατάμεμψις: -εως, ἡ, ψόγος, κατηγορία, δυσαρέστησις, παράπονον, κ. σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Θουκ. 7. 75· οὔτε τῷ πολεμίῳ ἀγανάκτησιν ἔχει οὔτε τῷ ὑπηκόῳ κατ., δὲν παρέχει ἀφορμὴν πρὸς μομφήν, ὁ αὐτ. 2. 41· μετάνοια γνώμης καὶ κατάμεμψις ἑαυτῶν Πλουτ. Μάρ. 39.
Greek Monolingual
κατάμεμψις, ἡ (Α) καταμέμφομω
κατηγορία, παράπονο.
Greek Monotonic
κατάμεμψις: -εως, ἡ, κατηγορία, ψόγος, σε Θουκ.· οὐκ ἔχει τινὶ κατάμεμψιν, δεν του αφήνει έδαφος, περιθώρια για επίκριση, στον ίδ.
Middle Liddell
κατάμεμψις, εως [from καταμέμφομαι
a blaming, finding fault, Thuc.; οὐκ ἔχει τινὶ κατάμεμψιν it leaves him no ground for censure, Thuc.
Lexicon Thucydideum
obiurgatio, reproach, rebuke, 2.41.3, 7.75.5.