πλαταγή
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ἡ, rattle, Hellanic.104 (a J., Pherecyd. 72 J.; ἡ Ἁρχύτου π. Arist.Pol.1340b26; π. χαλκείη, πυξινέη, A.R.2.1055, AP6.309 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, das Klatschen, jedes Geräusch, das durch das Zusammenschlagen zweier breiter Körper entsteht, bes. die Klapper, Arist. pol. 8, 6, D. Sic. 4, 13, χαλκῆ, mit der Herakles die stymphalischen Vögel verscheuchte, Schol. Ap. Rh. 2, 1057; vgl. Leon. Tar. 33 (VII, 309).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
cliquette, sorte de castagnette.
Étymologie: πλατύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλαταγή -ῆς, ἡ [πλαταγέω] castagnette.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτᾰγή: ἡ трещотка Arst., Diod., Anth.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
ήχος, κρότος που παράγεται από τη σύγκρουση δύο πλατιών σωμάτων, πάταγος
αρχ.
είδος αθύρματος το οποίο παράγει χαρακτηριστικό κρότο όταν το χτυπάει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. πλαταγῶ].
Greek Monotonic
πλᾰτᾰγή: ἡ (πλατάσσω), κρότος, θόρυβος, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτᾰγή: ἡ, (πλατάσσω) κρότος, θόρυβος, Ἑλλάνικ. 61, Φερεκύδ. 32, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 2 (ἔνθα ἴδε Göttling), πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 309.