κακόποτμος
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
κακόποτμον, ill-fated, ill-starred, B.5.138; τύχαι A.Ag.1136 (lyr.); ἐμὲ κ. E.Hel.694 (lyr.); κ. ὄρνις ἡ κρέξ Arist.HA616b21.
German (Pape)
[Seite 1302] von bösem Geschick, unglücklich; τύχαι Aesch. Ag. 1107; Eur. Hel. 700; ὄρνις, Unglück bedeutend, Arist. H. A. 9, 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
malheureux.
Étymologie: κακός, πότμος.
Greek Monolingual
κακόποτμος, -ον (Α)
κακότυχος, δυστυχής («ἐμὲ κακόποτμον», Ευρ.).
επίρρ...
κακοπότμως (Μ)
με δυστυχία, κακότυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ποτμος (< πότμος), πρβλ. βαρύποτμος, υστερόποτμος].
Greek Monotonic
κᾰκόποτμος: -ον, κακότυχος, δύσμοιρος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόποτμος:
1 несчастный, роковой (τύχαι Aesch.);
2 несчастливый, злополучный (Ἑλένη Eur.);
3 пророчащий беду, зловещий (ὄρνις Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόποτμος -ον [κακός, πότμος] rampzalig, ongelukkig:. κακόποτμοι τύχαι rampzalig lot Aeschl. Ag. 1136.
Middle Liddell
κᾰκό-ποτμος, ον
ill-fated, ill-starred, Aesch., Eur.