μαγάς

From LSJ
Revision as of 11:15, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγάς Medium diacritics: μαγάς Low diacritics: μαγάς Capitals: ΜΑΓΑΣ
Transliteration A: magás Transliteration B: magas Transliteration C: magas Beta Code: maga/s

English (LSJ)

μαγάδος, ἡ, bridge of the cithara, Ptol.Harm.1.8, 2.16, Philostr. VS1.7.1, 1.21.3, Hsch.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
chevalet de la cithare.
Étymologie: DELG μάγαδις.

German (Pape)

άδος, ἡ, der Steg, über den die Saiten der Zither gespannt wurden, Vetera Lexica; Philostr. sagte καθάπερ αἱ μαγάδες τοῖς ὀργάνοις, προσηχεῖ ὁ Δίων. – Aber Xen. An. 7.3.32 κέρασιν αὐλοῦντες καὶ σάλπιγξιν … ῥυθμός τε καὶ οἷον μαγάδι σαλπίζοντες ist dat. von μάγαδις (vgl. Ath. XIV.634f) und scheint ein Accompagnieren in der Oktave zu bedeuten.

Russian (Dvoretsky)

μᾰγάς: άδος (ᾰδ) ἡ = μαγάδιον.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγάς: -άδος, ἡ, ἡ γέφυρα ἢ καβάλη τῆς κιθάρας ἢ λύρας ἡ τὰς χορδὰς ὑποβαστάζουσα, Λατ. pons (πρβλ. ὑπολύριος), Φιλόστρ. 487, 516, Γρηγ. Ναζ. 1. 553, Σουΐδ., Ἡσύχ. ἐν λ., πρβλ. μαγάδιον.

Greek Monolingual

μαγάς, -άδος, ἡ(Α)
ξύλινο εξάρτημα της κιθάρας ή της λύρας με το οποίο υποβαστάζονται και τεντώνονται οι χορδές τους, γέφυρα, καβαλάρης («πάσης τῆς Ἰωνίας... πεπολισμένης ἀρτιωτάτην ἐπέχει τάξιν ἡ Σμύρνα, καθάπερ ἐν τοῖς ὀργάνοις ἡ μαγάς», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < μάγαδις].

Greek Monotonic

μᾰγάς: -άδος[ᾰ], ἡ, καβαλάρης (εξάρτημα που ανυψώνει τις χορδές) της κιθάρας, Λατ. pons.

Middle Liddell

the bridge of the cithara, Lat. pons.