παρακρεμάννυμι
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
hang beside, χεῖρα παρακρεμάσας letting the hand hang down, Il.13.597.
German (Pape)
[Seite 485] (s. κρεμάννυμι), daneben, daran hängen, hangen lassen, χεῖρα παρακρεμάσας, die Hand herabhangen lassend, Il. 13, 597; Pol. 5, 35, 10 nennt μέρη παρακρεμάμενα καὶ μακρὰν ἀπεσπασμένα τῆς βασιλείας, gleichsam Anhängsel, entferntere Teile.
French (Bailly abrégé)
ao. part. παρακρεμάσας;
laisser pendre auprès de ou à côté.
Étymologie: παρά, κρεμάννυμι.
Greek Monolingual
Α
κρεμώ προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κρεμάννυμι «κρεμώ»].
Greek Monotonic
παρακρεμάννυμι: μέλ. -κρεμάσω, κρεμώ προς τα κάτω, χεῖρα παρακρεμάσας, κρεμώ το χέρι προς τα κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-κρεμάννυμι laten hangen langs. med.-pass. hangen naast.
Russian (Dvoretsky)
παρακρεμάννῡμι: привешивать сбоку, свешивать вниз: χεῖρα παρακρεμάσας Hom. (бессильно) свесив руку.
Middle Liddell
fut. -κρεμάσω
to hang beside, χεῖρα παρακρεμάσας letting the hand hang down, Il.