ὀξυκάρδιος

From LSJ
Revision as of 15:18, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠκάρδιος Medium diacritics: ὀξυκάρδιος Low diacritics: οξυκάρδιος Capitals: ΟΞΥΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: oxykárdios Transliteration B: oxykardios Transliteration C: oksykardios Beta Code: o)cuka/rdios

English (LSJ)

ὀξυκάρδιον, = ὀξύθυμος, A.Th.907 (lyr.), Ar.V.430.

German (Pape)

[Seite 352] = ὀξύθυμος; Aesch. Spt. 889; Ar. Vesp. 430.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de caractère vif, irascible, emporté.
Étymologie: ὀξύς, καρδία.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠκάρδιος: раздражительный, вспыльчивый Aesch., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠκάρδιος: -ον, = ὀξύθυμος, Αἰσχύλ. Θήβ. 907, Ἀριστοφ. Σφ. 430.

Greek Monolingual

ὀξυκάρδιος, -ον (Α)
ευερέθιστος, οξύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + καρδία].

Greek Monotonic

ὀξῠκάρδιος: -ον (καρδία), = ὀξύθυμος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀξῠ-κάρδιος, ον, καρδία = ὀξύθυμος, Aesch., Ar.]

Translations

choleric

Bulgarian: раздразнителен, сприхав; Catalan: colèric; Dutch: cholerisch, kwaad; Finnish: koleerinen, raivoisa; Galician: colérico; Greek: χολερικός, ευέξαπτος, ευερέθιστος, θερμοκέφαλος; Ancient Greek: ἀκράχολος, ἀκρόχολος, δύσοργος, ἐγκρασίχολος, ὀξυθυμίας, ὀξύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀξύρροπος, ὀξύς, ὀξύχολος, ὀργὴν ἄκρος, πλήκτης, ταχύμηνις, φιλόδηρις, χαλεπός, χολοδεκτικός; Hungarian: kolerikus, lobbanékony, hirtelen haragú, ingerlékeny; Italian: collerico; Maori: whanewhane; Portuguese: colérico; Spanish: colérico; Swedish: kolerisk; Ukrainian: холерик