ὀξυκάρδιος
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ὀξυκάρδιον, = ὀξύθυμος, A.Th.907 (lyr.), Ar.V.430.
German (Pape)
[Seite 352] = ὀξύθυμος; Aesch. Spt. 889; Ar. Vesp. 430.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de caractère vif, irascible, emporté.
Étymologie: ὀξύς, καρδία.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠκάρδιος: раздражительный, вспыльчивый Aesch., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠκάρδιος: -ον, = ὀξύθυμος, Αἰσχύλ. Θήβ. 907, Ἀριστοφ. Σφ. 430.
Greek Monolingual
ὀξυκάρδιος, -ον (Α)
ευερέθιστος, οξύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + καρδία].
Greek Monotonic
ὀξῠκάρδιος: -ον (καρδία), = ὀξύθυμος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
Middle Liddell
ὀξῠ-κάρδιος, ον, καρδία = ὀξύθυμος, Aesch., Ar.]
Translations
choleric
Bulgarian: раздразнителен, сприхав; Catalan: colèric; Dutch: cholerisch, kwaad; Finnish: koleerinen, raivoisa; Galician: colérico; Greek: χολερικός, ευέξαπτος, ευερέθιστος, θερμοκέφαλος; Ancient Greek: ἀκράχολος, ἀκρόχολος, δύσοργος, ἐγκρασίχολος, ὀξυθυμίας, ὀξύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀξύρροπος, ὀξύς, ὀξύχολος, ὀργὴν ἄκρος, πλήκτης, ταχύμηνις, φιλόδηρις, χαλεπός, χολοδεκτικός; Hungarian: kolerikus, lobbanékony, hirtelen haragú, ingerlékeny; Italian: collerico; Maori: whanewhane; Portuguese: colérico; Spanish: colérico; Swedish: kolerisk; Ukrainian: холерик