σακκίον
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
Att. σακίον, τό, Dim. of σάκκος or σάκος,
A small bag, σ. θερμά poultices, Hp.Loc.Hom.39, cf. X.An.4.5.36, Ostr.Bodl. i 321 (ii B.C., -κκ-), Dsc.5.109; σακίον, ἐν οἷσπερ τἀργύριον ταμιεύεται a bag, such as those in which... Ar.Fr.328.
2 later, sackcloth, mourning, Men.544.4, J.AJ2.3.4, Plu.2.168d.
German (Pape)
[Seite 858] att. σάκιον, τό (s. oben), dim. von σάκκος, kleiner Sack, Beutel; Xen. An. 4, 5, 36, D. Sic. 13, 106, kleiner Durchschlag, kleines Seihetuch. – Die Betonung σάκκιον ist falsch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σακ(κ)ίον -ου, τό zakje; geneesk.. σακκία θερμά warme kompressen Hp.
Greek Monolingual
και αττ. τ. σακίον, τὸ Α
βλ. σακί.
Greek Monotonic
σακκίον: Αττ. σᾰκίον, τό,
1. υποκορ. του σάκκος ή σάκος, μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι, πουγκί, σε Ξεν.
2. χοντρό ένδυμα από τρίχες κατσίκας, που το φορούσαν σε ένδειξη πένθους, το ίδιο το πένθος, σε Μένανδρ.
Greek (Liddell-Scott)
σακκίον: Ἀττ. σᾰκίον, τό, ὑποκορ. τοῦ σάκκος ἢ σάκος, μικρὸς σάκκος, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 36· σακίον, ἐν οἷσπερ τἀργύριον ταμιεύεται, σακκίδιον ὡς ἐκεῖνα ἐν οἷς ..., Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 305. 2) παρὰ μεταγεν., ἔνδυμα τρίχινον, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμοσι» 4· πένθος, Βυζ.
Middle Liddell
σακκίον, Att. σᾰκίον, ου, τό, [Dim. of σάκκος or σάκος
1. a small bag, Xen.
2. sackcloth, mourning, Menand.