ὀχευτής

From LSJ
Revision as of 06:10, 24 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχευτής Medium diacritics: ὀχευτής Low diacritics: οχευτής Capitals: ΟΧΕΥΤΗΣ
Transliteration A: ocheutḗs Transliteration B: ocheutēs Transliteration C: ocheftis Beta Code: o)xeuth/s

English (LSJ)

ὀχευτοῦ, ὁ, = ὀχεῖον 1.1, PCair.Zen.529 (iii B. C.), Hsch. s.v. κήλων; ὀ. ἵππος Dsc.2.79, Gal.6.533, Hippiatr.14: metaph., lewd person, lecher, AP11.318 (Phld.), Corn.ND27.

German (Pape)

[Seite 429] ὁ, der Bespringer, Beschäler, Zuchthengst, Schol. Theocr. 8, 44, vgl. Philodem. 26 (XI, 318).

Russian (Dvoretsky)

ὀχευτής: οῦ ὁ развратник Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχευτής: -οῦ, ὁ, = ὀχεῖον, Ἡσύχ. - μεταφ., ἄνθρωπος ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος, Ἀνθ. Π. 11. 318.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀχευτής, Α θηλ. ὀχεύτρια) οχεύω
αρσενικό ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική μίξη με θηλυκό, επιβήτορας, βατευτής
αρχ.
μτφ. (για πρόσ.) ακόλαστος, ασελγής.