νυκτοπορέω
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
go by night or travel by night, X.Cyr.5.1.20, Str.15.2.6, etc.
French (Bailly abrégé)
νυκτοπορῶ :
voyager de nuit.
Étymologie: νύξ, πόρος.
German (Pape)
bei Nacht reisen, marschieren; Xen. Cyr. 5.1.19; Pol. 5.6.6. S. νυκτιπορέω.
Russian (Dvoretsky)
νυκτοπορέω: передвигаться ночью, совершать ночной переход Xen., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοπορέω: πορεύομαι, ὁδοιπορῶ διὰ νυκτός, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 19· - νυκτοπορία, ἡ, ἡ διὰ νυκτὸς πορεία, Πολύβ. 5. 7, 3, κτλ.· - νυκτοπόρος, ον, ὁ ὁδοιπορῶν διὰ νυκτός, Ὀππ. Κυν. 3. 268· νυκτιπόρος, αὐτόθι 1. 440.
Greek Monotonic
νυκτοπορέω: (πόρος), μέλ. -ήσω, ταξιδεύω, οδοιπορώ κατά τη νύχτα, σε Ξεν.