πέμψις
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
-εως, ἡ, (πέμπω) sending, mission, Hdt.8.54; ἡ π. τῶν νεῶν Th.7.17; ἐπιστολῶν πέμψεις Aen. Tact.31.1, cf. Arist. Po. 1452b6; ἡ π. τῶννικητηρίων, of a triumphal procession, D.C.44.41 (μέμψιν codd.).
German (Pape)
[Seite 554] ἡ, das Schicken od. Senden, die Sendung; τοῦ κήρυκος, Her. 8, 54; Thuc. 7, 17 πέμψιν τῶν νεῶν ποιεῖσθαι.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
envoi.
Étymologie: πέμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέμψις -εως, ἡ [πέμπω] zending, het zenden.
Russian (Dvoretsky)
πέμψις: εως ἡ посылка, отправление (τοῦ κήρυκος Her.; τῶν νεῶν Thuc.; τῆς ἐπιστολῆς Arst.).
Greek Monotonic
πέμψις: -εως, ἡ (πέμπω), αποστολή, στάλσιμο, απόπεμψη, σε Ηρόδ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πέμψις: -εως, ἡ, (πέμπω) τὸ πέμπειν ἀποστέλλειν, ἀποστολή, Ἡρόδ. 5. 54· ἡ π. τῶν νεῶν Θουκ. 7. 17· τῆς ἐπιστολῆς Ἀριστ. Ποιητ. 11, 8· ἡ π. τῶν νικητηρίων, ἐπὶ θριαμβικῆς πομπῆς, Δίων Κ. 44. 41.
Middle Liddell
πέμψις, εως, πέμπω
a sending, mission, dispatch, Hdt., Thuc.