ἡβηδόν

From LSJ
Revision as of 08:05, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡβηδόν Medium diacritics: ἡβηδόν Low diacritics: ηβηδόν Capitals: ΗΒΗΔΟΝ
Transliteration A: hēbēdón Transliteration B: hēbēdon Transliteration C: ividon Beta Code: h(bhdo/n

English (LSJ)

Adv. from the youth upwards, ἅπαντες ἡβηδόν Hdt.1.172, cf. 6.21, Luc.Vit.Auct.14,al.; ἄξιον Ἐφεσίοις ἡ. ἀπάγξασθαι Heraclit.121; τοὺς ἄνδρας ἡ. ἀποσφάξαι D.S.3.54, cf. D.H.2.16,al.

German (Pape)

[Seite 1149] jugendlich; ἐνδύντες τὰ ὅπλα πάντες ἡβηδόν Her. 1, 172, indem alle, die im Jugendalter standen, die ganze waffenfähige Mannschaft, die Waffen ergriffen; Μιλήσιοι πάντες ἡβηδὸν ἀπεκείραντο τὰς κεφαλάς 6, 21, die ganze Jugend schor sich den Kopf; Sp., τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι D. Sic. 3, 54; ἐγὼ δὲ κέλομαι πᾶσιν ἡβηδὸν οἰμώζειν Luc. vit. auct. 14; Tim. 37; Suid.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans l'âge de la jeunesse, dans l'âge où l'on porte les armes.
Étymologie: ἥβη, -δον.

Russian (Dvoretsky)

ἡβηδόν: adv. по достижении возмужалости, в зрелом возрасте: πάντες ἡ. Her., Luc. или οἱ ἄνδρες ἡ. Diod. все достигшее зрелости, т. е. способное носить оружие взрослое мужское население.

Greek (Liddell-Scott)

ἡβηδόν: ἐπίρρ., ἀπὸ τῆς νεανικῆς ἡλικίας καὶ ἐπάνω, πάντες ἡβηδὸν Ἡρόδ. 1. 172., 6. 21, πρβλ. Λουκ. Β. Πρ. 14 κ. ἀλλ.˙ τοὺς ἄνδρας ἡβ. ἀποσφάξαι Διόδ. 3. 54.

Greek Monolingual

ἡβηδόν (Α)
επίρρ.
1. κατά την εφηβική ηλικία («ἅπαντες ἡβηδόν», Ηρόδ.)
2. από την εφηβική ηλικία και πάνω («τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + κατάλ. επιρρ. -δόν (πρβλ. βαθμηδόν, σχεδόν)].

Greek Monotonic

ἡβηδόν: επίρρ., από τη νεανική ηλικία και πάνω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

from the youth upwards, Hdt.