ναυκληρέω

From LSJ
Revision as of 18:31, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυκληρέω Medium diacritics: ναυκληρέω Low diacritics: ναυκληρέω Capitals: ΝΑΥΚΛΗΡΕΩ
Transliteration A: nauklēréō Transliteration B: nauklēreō Transliteration C: nafklireo Beta Code: nauklhre/w

English (LSJ)

A to be a shipowner, Ar.Av.598, X.Lac.7.1, Lys.6.49; Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει Test. ap. D.35.20: c. gen., φορτηγὸν ἧς ἐναυκλήρει Ῥωμαῖος ἀνήρ Plu.Pomp. 73.
2 metaph., ν. πόλιν manage, govern, A.Th.652, S.Ant. 994.
II to be manager of a tenement-house (v. ναύκληρος ΙΙ), ν. συνοικίαν ἐν Πειραιεῖ Is.6.19, cf. Alex. 138.

German (Pape)

[Seite 230] 1) ein ναύκληρος sein, ein Schiff besitzen; Ar. Av. 598; Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν, ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει, Dem. 35, 20, öfter; auch ἧς ἐναυκλήρει, Plut. Pomp. 73; – übh. lenken, regieren, πόλιν, Aesch. Sept. 634, wie Soph. Ant. 981. – 2) ein Haus besitzen u. es vermiethen, Is. 6, 19; – Hesych. erkl. es auch allgemein = ναυτίλλομαι.

French (Bailly abrégé)

ναυκληρῶ :
être propriétaire ou armateur d'un navire ; fréter ; p. anal. diriger, gouverner, acc..
Étymologie: ναύκληρος.

Russian (Dvoretsky)

ναυκληρέω:
1 (тж. ν. τὴν ναῦν Dem. и τῆς νεώς Plut.) быть судовладельцем, т. е. сдавать судно в наем (для перевозки грузов): ναυκληρῶν Lys. будучи собственником корабля;
2 править, управлять (πόλιν Aesch., Soph.);
3 отдавать в наем (συνοικίαν Isae.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυκληρέω: εἶμαι κύριος πλοίου, ἰδιοκτήτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 598, Ξεν. Λακ. 7, 1, Λυσ. 107, 29· Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει παρὰ Δημ. 929. 14. 2) μεταφορ., ν. πόλιν, κυβερνᾶν, διοικεῖν, πόλιν Αἰσχύλ. Θήβ. 652, Σοφ. Ἀντ. 994. ΙΙ. ὑπενοικιάζω οἰκίαν (ἴδε ναύκληρος ΙΙ), ν. συνοικίαν ἐν Πειραιεῖ Ἰσαῖ. 58. 13· «ναυκληρεῖν· ἀντὶ τοῦ οἰκίας δεσπόζειν. Ἄλεξις Λοκροῖς» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 109. 19. 2· πρβλ. Φώτ.

Greek Monotonic

ναυκληρέω: μέλ. -ήσω,
1. είμαι ιδιοκτήτης πλοίου, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. μεταφ., ναυκληρέω πόλιν, διοικώ, κυβερνώ πόλη, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

ναυκληρέω,
1. to be a shipowner, Ar., Xen.
2. metaph., ν. πόλιν to manage, govern, Aesch., Soph. [from ναύκληρος