ἀβλάβεια
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
English (LSJ)
ἡ,
A freedom from harm, σαρκός Plu.2.1090b; for A.Ag. 1024 v. εὐλάβεια.
II Act., harmlessness, Cic. Tusc.3.8.16.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰβλᾰβ-]
I 1precaución, cautela Ζεὺς κατένευσεν ἐπ' ἀβλαβείᾳ Zeus, por precaución, se negó A.A.1024.
2 ausencia de daño, seguridad σαρκός Plu.2.1090b, cf. TAM 5.426 (III d.C.).
3 inocuidad, inocencia Cic.Tusc.3.8.16.
II acuerdo, contrato Hsch.; v. tb. ἀβλαβία.
German (Pape)
[Seite 3] ἡ, 1) Unversehrtheit, σαρκός Plut. Non Posse 5. – 2) Unschädlichkeit, Unschuld, Cic. Tusc. 3, 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 innocuité;
2 absence de dommage ou absence de danger, tranquillité.
Étymologie: ἀβλαβής.
Russian (Dvoretsky)
ἀβλάβεια: ион. ἀβλαβίη ἡ
1 невредимость, целость: ἀ. σαρχός Plut. физическое здоровье;
2 безвредность, невинность: ἐπ᾽ ἀβλαβίῃσι νόοιο HH не кривя душой, без задних мыслей.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβλάβεια: ἡ, ἔλλειψις βλάβης, ἀκεραιότης, Λατ. incolumitas· Πλουτ. 2. 1090Β. Περὶ τοῦ χωρίου Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 1024, ὅρα λέξ. εὐλάβεια. ΙΙ. ἐνεργ. τὸ μὴ βλάπτειν, Λατ. innocentia, Κικ. Τουσκ. 3. 8.
Greek Monotonic
ἀβλάβεια: ἡ,
I. έλλειψη βλάβης, ακεραιότητα, σε Πλούτ.
II. Ενεργ., η μη πρόκληση βλάβης, Λατ. innocentia, σε Κικ.
Middle Liddell
I. freedom from harm, Plut.
II. act. harmlessness, Lat. innocentia, Cic.