ἐξερεύγομαι

From LSJ
Revision as of 16:26, 1 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξερεύγομαι Medium diacritics: ἐξερεύγομαι Low diacritics: εξερεύγομαι Capitals: ΕΞΕΡΕΥΓΟΜΑΙ
Transliteration A: exereúgomai Transliteration B: exereugomai Transliteration C: eksereygomai Beta Code: e)cereu/gomai

English (LSJ)

A vomit forth, πλῆθος βατράχων LXX Wi.19.10, al.; ἀφρόν, of honey when boiled, Gal.6.273: metaph., λόγον ἀγαθόν LXX Ps.44(45).1.
II of a tumour, break out, Hp.Prorrh.1.168.
III Med. or Pass., of rivers, empty themselves, Hdt.1.202, Arist.HA603a14, D.H.1.9, etc.; of veins, discharge, Hp.Oss.14. (Cf. ἐξερυγγάνω.)

Spanish

vomitar, arrojar, devolver

Greek Monolingual

(AM ἐξερεύγομαι) ερεύγομαι
βγάζω ορμητικά, ξερνώ («ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς πλῆθος βατράχων», ΠΔ)
μσν.
ρουφῶ
(«κἄν ὅλας θαλάττας ἐξερεύξωμαι, οὐ κατασβέσω τὴν φλόγα»)
αρχ.
1. (για όγκο) ανοίγω
2. (για ποταμό) εκβάλλω
3. (για φλέβα) αδειάζω.

Greek Monotonic

ἐξερεύγομαι: Παθ., λέγεται για ποτάμια, εκβάλλω, χύνομαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξερεύγομαι:
1 изливаться Arst.: ὁ ποταμὸς ἐξερεύγεται στόμασι τεσσεράκοντα Her. река впадает (в море) сорока устьями;
2 физиол. очищаться (διὰ τὸ σῶμα ἐξερεύγεσθαι Arst.).

Middle Liddell


Pass., of rivers, to empty themselves, Hdt.