ξένισις
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ξενίζω) entertainment of a guest or stranger, ξ. ποιεῖσθαί τινων Th.6.46.
German (Pape)
[Seite 277] ἡ, Bewirtung eines Fremden od. eines Gastfreundes, ξ. ποιεῖσθαι, Thuc. 6, 46.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
réception d'un étranger.
Étymologie: ξενίζω.
Russian (Dvoretsky)
ξένισις: εως ἡ прием, угощение гостя или иностранца (ξένισιν ποιεῖσθαί τινος Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ξένῐσις: ἡ, (ξενίζω) ἡ περιποίησις φίλου ἢ ξένου, ξενίσεις ποιούμενοι τῶν τριηριτῶν Θουκ. 6. 46.
Greek Monolingual
ξένισις, ἡ (Α) ξενίζω
η περιποίηση ξένου ή φίλου, η φιλοξενία.
Greek Monotonic
ξένῐσις: ἡ (ξενίζω), περιποίηση που προορίζεται για φιλοξενουμένους, σε Θουκ.
Middle Liddell
ξένῐσις, ιος, ἡ, ξενίζω
the entertainment of guests, Thuc.