ξένισις

From LSJ
Revision as of 14:32, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξένῐσις Medium diacritics: ξένισις Low diacritics: ξένισις Capitals: ΞΕΝΙΣΙΣ
Transliteration A: xénisis Transliteration B: xenisis Transliteration C: ksenisis Beta Code: ce/nisis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ξενίζω) entertainment of a guest or stranger, ξ. ποιεῖσθαί τινων Th.6.46.

German (Pape)

[Seite 277] ἡ, Bewirtung eines Fremden od. eines Gastfreundes, ξ. ποιεῖσθαι, Thuc. 6, 46.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
réception d'un étranger.
Étymologie: ξενίζω.

Russian (Dvoretsky)

ξένισις: εως ἡ прием, угощение гостя или иностранца (ξένισιν ποιεῖσθαί τινος Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ξένῐσις: ἡ, (ξενίζω) ἡ περιποίησις φίλου ἢ ξένου, ξενίσεις ποιούμενοι τῶν τριηριτῶν Θουκ. 6. 46.

Greek Monolingual

ξένισις, ἡ (Α) ξενίζω
η περιποίηση ξένου ή φίλου, η φιλοξενία.

Greek Monotonic

ξένῐσις: ἡ (ξενίζω), περιποίηση που προορίζεται για φιλοξενουμένους, σε Θουκ.

Middle Liddell

ξένῐσις, ιος, ἡ, ξενίζω
the entertainment of guests, Thuc.

Spanish > Greek

entretenimiento, diversión, espectáculo