ἐχεγλωττία

From LSJ
Revision as of 21:40, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχεγλωττία Medium diacritics: ἐχεγλωττία Low diacritics: εχεγλωττία Capitals: ΕΧΕΓΛΩΤΤΙΑ
Transliteration A: echeglōttía Transliteration B: echeglōttia Transliteration C: echeglottia Beta Code: e)xeglwtti/a

English (LSJ)

ἡ, tongue-truce, 'linguistice', silence of the tongue, silence, coined by Luc.Lex.9, after ἐκεχειρία (armistice).

German (Pape)

[Seite 1124] ἡ, Zungenstillstand, nach ἐκεχειρία von Luc. Lexiph. 9 gebildet.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
discrétion, silence.
Étymologie: ἔχω, γλῶσσα.

Russian (Dvoretsky)

ἐχεγλωττία: ἡ (по аналогии с ἐκεχειρία) день воздержания от речей uc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχεγλωττία: ἡ, ἀνοκωχή γλώσσης, σιγή, σιωπή, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Λουκιανοῦ ἐν Λεξιφ. 9, κατὰ τὸ ἐκεχειρία (διακοπὴ πολεμικῶν ἐργασιῶν).

Greek Monolingual

ἐχεγλωττία, ἡ (Α)
εγκράτεια στη γλώσσα, σιωπή, σιγή
η λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό κατά το ἐκεχειρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + -γλωττία < -γλωττος < γλώττα].

Translations

taciturnity

Catalan: taciturnitat; Czech: mlčenlivost; Dutch: zwijgzaamheid; French: taciturnité; German: Schweigsamkeit; Greek: εχεμύθεια, ολιγολογία, λακωνικότητα; Ancient Greek: ἀρρησία, ἀρρημοσύνη, ἀφωνία, ἀφωνίη, γλωτταργία, ἐχεγλωττία, ἐχεμυθία, σιγή, σιώπησις, τὸ σιωπηλόν; Italian: taciturnità; Portuguese: taciturnidade; Russian: молчаливость, неразговорчивость; Serbo-Croatian: šutljivost, mučaljivost; Spanish: taciturnidad; Swedish: tystlåtenhet, fåordighet, ordkarghet; Turkish: sessizlik, suskunluk; Ukrainian: мовчазність