ἐξαυχέω
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
boast loudly, profess, c. part., ἐξηύχει λαβών A.Ag.872 codd.: c. inf. fut., S.Ant.390; c. inf. pres., E.Supp.504: c. acc. rei, τοῦτ' ἂν ἐξηύχησ' ἐγώ S.Ph.869.
German (Pape)
[Seite 874] verstärktes simplex, sich sehr rühmen; c. partic., τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβών, daß er genommen, Aesch. Ag. 846; c. inf., Eur. Suppl. 504. – Übh. mit Zuversicht glauben, Soph. Phil. 857 Ant. 386.
French (Bailly abrégé)
ἐξαυχῶ :
se flatter de : τι de qch ; se flatter que, avec la prop. inf..
Étymologie: ἐξ, αὐχέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαυχέω:
1 хвалиться, хвастаться (τρίμοιρον χλαῖναν λαβεῖν Aesch.; φρονεῖν ἄμεινον Διός Eur.);
2 быть уверенным, полагать: σχολῆ ποθ᾽ ἥξειν (v.l. ἐλθεῖν) δεῦρ᾽ ἂν ἐξηύχουν ἐγώ Soph. я и в мыслях не имел прийти сюда.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαυχέω: ἀορ. -ηύχησα, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, λέγω καυχώμενος, μετὰ μετοχ., ἐξηύχει λαβὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 872· μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Ἀντ. 390, Εὐρ. Ἱκ. 504· μετ’ αἰτ. πράγμ., τοῦτ’ ἂν ἐξηύχησ’ ἐγὼ Σοφ. Φιλ. 869.
Greek Monotonic
ἐξαυχέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ -ηύχησα, κομπάζω, καυχιέμαι μεγαλοφώνως, πρεσβεύω, ομολογώ, δηλώνω απροκάλυπτα, μιλώ φανερά, σε Τραγ.