ἀκρόδετος
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
ἀκρόδετον, bound at end or bound at top, AP6.5 (Phil.).
Spanish (DGE)
-ον atado en la punta δούνακες AP 6.5 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lié par l'extrémité ou lié par le haut.
Étymologie: ἄκρος, δέω¹.
German (Pape)
δόνακες Phil. 22 (VI.5), oben angebunden.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρόδετος: сверху обвязанный (δούνακες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόδετος: -ον, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ ἄκρον ἢ τὴν κορυφήν, Ἀνθ. Π. 6. 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκρόδετος, -ον)
ο δεμένος με άλλον από την άκρη ή την κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + δετός < δέω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδεσία, ακροδετώ].
Greek Monotonic
ἀκρόδετος: -ον, δεμένος στην άκρη ή στην κορυφή, σε Ανθ.
Middle Liddell
bound at the end or top, Anth.