μώλυσις
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
English (LSJ)
-εως, ἡ, imperfect boiling, parboiling, scalding, simmering, opp. ἕψησις, Arist.Mete.381a12, al.; ἀπεψία τις ἡ μ. ἐστι Id.GA776a8; of rapidly growing cereals, ὥσπερ τὰ ἐπὶ τὸ ζέον ἐμβαλλόμενα τῶν ἑψομένων, οὐδεμίαν… οὐδὲ κἀκεῖνα λαμβάνει μ., i.e. they 'cook' too suddenly, without 'simmering', Thphr. CP 4.9.6. (Written μώλυσις and μώλυνσις in some codd. of Arist.Mete.379a2,b14, 381a12,22; μόλυνσις in nearly all codd. of Id.Mete.381b14, GA l.c., Thphr. l.c.; cf. μωλύω.)
German (Pape)
[Seite 225] ἡ, gew. v.l. μόλυνσις, die Bekk. Arist. meteor. 4, 3 nur einmal, p. 381 b 14, u. gen. an. 4, 7 beibehalten, das Rösten des Fleisches am Feuer auf der Oberfläche, so daß es im Innern noch roh bleibt.
Russian (Dvoretsky)
μώλυσις: εως ἡ (= μόλυνσις) обжаривание Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μώλῡσις: -εως, ἡ, (μωλύω) μαλάκυνσις, ἴδε μόλυνσις.
Greek Monolingual
μώλυσις και μώλυνσις και μόλυνσις, ἡ (Α) [[μωλύ(ν)ω]]
1. βράσιμο σε σιγανή φωτιά, σιγανό βράσιμο
2. το να καθιστά κανείς κάτι μαλακό, μαλάκυνση
3. ταχεία αύξηση σιτηρών.