ἀφορίζω
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
A mark off by boundaries, ἐξελόντας [τὸ ὄρος] τῷ θεῷ καὶ ἀφορίσαντας Hyp.Eux.16; οὐσία ἀφωρισμένη property marked out by boundary-pillars, D.49.61:—Med., mark off for oneself, appropriate to oneself, χώραν ὅτι πλείστην Isoc.5.120: metaph., ἀ. τιμάς E.Alc.31: —Pass., ἡ ὑπό τινος ἀφορισθεῖσα χώρα Isoc.4.36. b border on, τοὺς ὅρους -ίζοντας τὸν Ἀσωπόν Pl.Criti.110e. 2 determine, define, Id.Sph.240c:—also Med., περὶ φύσεως ἀφοριζόμενοι Epicr.11.13:— Pass., χρόνος ἀφωρισμένος a determinate time, Pl.Lg.785b; ὅροι -ισμένοι well-defined, Id.Criti.110d; ἀφωρισμένα definite cases, Arist. Rh.1354b8: part. ἀφορίσας definitely, D.25.29. 3 separate, distinguish, Antipho Soph.Oxy.1364.290 (Pass.); exclude, Pl.R.501d, al., ἀ. χωρίς Arist.Pol.1331a27; ἀ. τί τινος Pl.Hp.Ma.298d; ἱππέων ἕδρας ἀπὸ τῶν ἄλλων D.C.36.42:—Med., Pl.Lg.644a, Chrm.173e; τι ἀπό τινος Id.Sph.227c:—Pass., ἀφορίζεσθαι ἀπό τινος Id.Smp.205c: abs., ἀγνοίας ἀφωρισμένον εἶδος distinct species, Id.Sph.229c; ἐπιστήμη ἀφωρισμένη Arist.Rh.1354a3. 4 bring to an end, finish, βίβλους Plb.2.71.10:— Med.,λόγον Isoc.15.58. 5 grant as a special gift, τᾷ κάλλος ἀφώρισε Κύπρις Epigr.Gr.244.3 (Cyzicus). II c. acc. pers., 1 banish, καί μ' ἀπὸ γᾶς ὥρισε E.Hec.940 (lyr.). 2 separate, Act.Ap.19.9, etc.:—Pass., ἱερέων γένος ἀπὸ τῶν ἄλλων-ισμένον Pl.Ti.24a; ἐκ τινῶν ἀφωρισμένων from a definite class of persons, Arist.Pol.1292b4; ἀφωρισμένος τέχνην having a definite art assigned one, Pl.Sph.231e. b set apart for rejection, cast out, excommunicate, Ev.Luc.6.22. c set apart for some office, appoint, ordain, Act.Ap.13.2, Ep.Rom.1.1 (Pass.), Ep.Gal.1.15. d Pass., ἀρχὴ ἀφωρισμένη πρὸς τὰς θυσίας Arist.Pol.1322b26; of a treatise, to be devoted to, c. dat., Olymp. in Mete.9.15.
German (Pape)
[Seite 413] a) begränzen, die Gränzen bestimmen, Plat. Critia 110 e; ὅροι ἀφωρισμένοι, genau bestimmte Gränzen, ib. d; Ἑλλάδα Pol. 17, 5; Plut. Pomp. 60: die Gränzen eines verpfändeten Grundstückes bestimmen, ὅσοις ἡ οὐσία ἀφωρισμένη ἦν, denen ihr Vermögen verpfändet war, Dem. 49, 61; χώραν ἀφορίσασθαι Isocr. 5, 120, für sich abgränzen, d. i. erobern; τιμὰς νερτέρων ἀφοριζόμενος, schmälern, Eur. Alc. 32; pass. ἡ ὑφ' ἡμῶν ἀφορισθεῖσα χώρα, das von uns Eroberte, Isocr. 4, 36. – b) ein Ziel setzen, beendigen, βίβλον Pol. 2, 71; med., λόγον Isocr. 15, 58. – c) trennen, absondern, ἀπὸ πάσης τῆς ποιήσεως ἓν μόριον ἀφορισθέν Plat. Conv. 205 c; med., Soph. 227 c; τί τινος Hipp. mai. 208 d; ἀφωρισμένος, abgesondert, abgeschlossen, τέχνη Arist. Rhet. 1, 1; πλῆθος, bestimmte, Pol. 3, 90. – d) des Landes verweisen, in tmesi, καί μ' ἀπὸ γᾶς ὥρισεν Ἰλιάδος Eur. Hec. 931. – e) act. u. häufiger med., einen Begriff abgränzen, definiren, τέχνην Plat. Soph. 240 c; εὐδαίμονα Charm. 173 e, u. öfter bei folgd. Philosophen; περὶ φύσεως ἀφοριζόμενος Epicrat. Ath. II, 59 d. – f) τέχνην ἐριστικὴν ἀφωρισμένος Plat. Soph. 231 e, der diese Kunst abgesondert besonders betreibt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφορίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - τίθημι ὅρους, ὁροθετῶ, ὁρίζω τὰ ὅρια μέρους τινός, ἐξελόντας τὸ ὄρος τῷ θεῷ καὶ ἀφορίσαντας Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 30· οὐσία ἀφωρισμένη, ὑποθηκευμένη, Δημ. 1202. 21: - Μέσ., ἀποσπῶ, ἀποχωρίζω δι’ ἐμαυτόν, κυριεύω, χώραν ὅτι πλείστην ἀφορίσασθαι Ἰσοκρ. 106D· καὶ μεταφ., κτῶμαι, ἀφ. τιμὰς Εὐρ. Ἄλκ. 31: - οὕτως ἐν τῷ παθ., ἡ ὑπό τινος ἀφορισθεῖσα χώρα Ἰσοκρ. 48Α. β) ἔχω ὡς σύνορον, ἐν ἀριστερᾷ ἀφ. τὸν Ἀσωπὸν Πλάτ. Κριτίας 110Ε. 2) ὁρίζω, δίδω ὁρισμὸν ἔν τε τῷ ἐνεργ. καὶ τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. Σοφ. 240C, Πολιτικ. 280C· ἀφορίζεσθαι περί τινος, παρέχειν ὡρισμένας προτάσεις περί τινος ὑποθέσεως, ὁ αὐτ. Χαρμ. 173Ε· χρόνος ἀφωρισμένος, ὡρισμένος, ὁ αὐτ. Νόμ. 785Β· ἀφωρισμένα, ὡρισμέναι ὑποθέσεις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7: - μετοχ. ἀφορίσας, κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ἐπιρρ. ἀφωρισμένως, ὡρισμένως, Δημ. 778. 27: - ἀπολ., ὁμιλῶ δι’ ἀφορισμῶν, ἤτοι διὰ βραχειῶν περιληπτικῶν προτάσεων, Συνέσ. 255Β. 3) ἀποκόπτω, ἀποχωρίζω, διακρίνω, Πλάτ. Πολ. 501D, κ. ἀλλ.· πληρέστερον, ἀφ. χωρὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 2· ἀφ. τί τινος Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298D· ἱππέων ἕδρας ἀπὸ τῶν ἄλλων Δίων Κ. 36. 25: - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Σοφ. 227C, Νόμ. 643Ε: - Παθ., ἀφορίζεσθαί τινος ἢ ἀπό τινος ὁ αὐτ. Σοφ. 229C, Συμπ. 205C. κτλ.· ἀπολ., ὅροι ἀφωρισμένοι, διακεκριμένα ὅρια, ὁ αὐτ. Κριτίας 110D· ἐπιστήμη ἀφωρισμένη Ἀριστ. Πολ. 1. 1, 1. 4) φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, Πολύβ. 2. 71, 10. 5) παρέχω ὡς ἰδιαίτερον δῶρον, τᾷ κάλλος ἀφώρισε Κύπρις Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 244. 3. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., 1) ἐξορίζω, ἐν τμήσει, καί μ’ ἀπὸ γᾶς ὥρισε Εὐρ. Ἑκ. 940. 2) ἀποχωρίζω, Πράξ. Ἀποστ. 19. 9, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., Πλάτ. Τίμ. 24Α· ἔκ τινων ἀφωρισμένων, ἐξ ὡρισμένης τινὸς τάξεως ἀνθρώπων, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 1· τὴν ἐριστικὴν τέχνην ἀφωρισμένος, ἀφωρισμένος ἑαυτῷ, ἔχων αὐτὴν ὡς ἐπάγγελμα, Πλάτ. Σοφ. 231Ε. β) ἀποχωρίζω, ἀποβάλλω ἐκ τῆς κοινωνίας, Εὐαγγ. κ. Λουκ. Ϛ΄, 22 Ἐκκλ. γ) ἀποχωρίζω διά τι ἀξίωμα ἢ ὑπούργημα, Πράξ. Ἀπ. ιγ΄, 2. πρβλ. Ἐπιστ. π. Ρωμ. α΄ 1, π. Γαλάτ. α΄, 15· ἀφωρισμένος πρὸς τὰς θυσίας Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 20.