πέντε
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
Aeol. πέμπε (q.v.), οἱ, αἱ, τά, indecl. (declined in Aeol.),
A five, Il.10.317, etc. ; τὰ πέντε κρατήσας having won the πένταθλον, Simon.155.11. (I.-E. penq[uglide]e, cf. Skt. páñca, Lith. penki, etc. 'five'.)
German (Pape)
[Seite 557] οἱ, αἱ, τά, indecl., fünf, Hom. u. Folgde überall; äol. πέμπε. – In den Zusammensetzungen erkl. die Alten die Formen mit πεντε- für besser attisch als die mit πεντα-, vgl. Lob. Phryn. 413.
Greek (Liddell-Scott)
πέντε: Αἰολ. πέμπε, οἱ, αἱ, τά, ἄκλ. ἀριθμ., Ὅμ. κλ.· τὰ πέντε κρατεῖν, δηλ. τὸ πένταθλον, Σιμωνίδ. 158. Ἐν συνθέσει ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος εἶναι πέντε-, ὅπερ ὅμως σχεδὸν πανταχοῦ μετεβλήθη ὑπὸ τῶν Ἀντιγραφέων εἰς τὸ μεταγεν. πεντα-, Piers. εἰς Μοῖριν 321, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 413, Ἕρμανν. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 755 (759). (Ὁ ἐξ ἀρχῆς Ἑλλην. τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο τὸ Αἰολ. πέμπε, ὅθεν πέμπτος, πεμπάς, πεμπάζω· πρβλ. Σανσκρ. καὶ Ζενδ. pank-an· Λατ. quinqu-e, quin(c)-tus, (πρβλ. ἵππος eq-uus, ἕπομαι seq-uor)· Λιθ. penk-i, penk-tas (quint-us)· Γοτθ. καὶ Ἀρχ. Γερμ. fimf· Ἀγγλο-Σαξον. fif, κτλ.)