δεκάπλεθρος
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
δεκάπλεθρον, enclosing ten πλέθρα, προτείχισμα Th.6.102.
Spanish (DGE)
-ον
de diez pletros de longitud προτείχισμα Th.6.102, s. cont. ICr.1.5.21 (Arcades II a.C.), ἐμβαδόν Simp.in Cael.412.8.
German (Pape)
[Seite 542] zehn Plethren enthaltend, προτείχισμα Thuc. 6, 102.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui contient dix plèthres.
Étymologie: δέκα, πλέθρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκάπλεθρος -ον [δέκα, πλέθρον] van tien plethra (ongeveer 300 meter).
Russian (Dvoretsky)
δεκάπλεθρος: протяжением в 10 плетров (т. е. ок. 310 м) (προτείχισμα Thuc.).
Greek Monolingual
δεκάπλεθρος, -ον (Μ)
αυτός που έχει έκταση δέκα πλέθρων.
Greek Monotonic
δεκάπλεθρος: -ον, αυτός που περικλείει δέκα πλέθρα, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάπλεθρος: -ον, περικλείων δέκα πλέθρα, Θουκ. 6. 102.
Middle Liddell
enclosing ten πλέθρα, Thuc.
Lexicon Thucydideum
decem plethrorum, ten plethra (unit of area), 6.102.2.
Lexicon Thucydideum
decem plethrorum, ten plethra (unit of area), 6.102.2.