αἰχμή

From LSJ
Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμή Medium diacritics: αἰχμή Low diacritics: αιχμή Capitals: ΑΙΧΜΗ
Transliteration A: aichmḗ Transliteration B: aichmē Transliteration C: aichmi Beta Code: ai)xmh/

English (LSJ)

ἡ, (Aeol. αἴχμα AB1095)

   A point of a spear, πάροιθε δὲ λάμπετο δουρὸς αἰ. χαλκείη Il.6.320; αἰ. ἔγχεος 16.315.    2 generally, point, of arrows, τοξουλκὸς αἰ. A.Pers.239; ἀγκίστρου, κεράων, Opp.H. 1.216, C.2.451.    II spear, Il.12.45, etc.; δαμασίμβροτος αἰ. Pi.O. 9.79; πρὸς τὴν αἰχμὴν ἐτράπετο took to his spear, Hdt.3.78; αἰχμῇ εἷλε with the spear, i.e. in war, Id.5.94; otherwise rare in Prose, X.Cyr. 4.6.4.    b metaph. of the trident of Poseidon, A.Pr.925.    2 body of spear-bearers, Pi.O.7.19, E.Heracl.276.    3 war, battle, κακῶς ἡ αἰ. ἑστήκεε the war went ill, Hdt.7.152; παρμένοντας αἰχμᾷ standing their ground in battle, Pi.P.8.40; θηρῶν with wild beasts, E.HF158.    4 metaph. of plague, sharpness, βρωτῆρας αἰ. A.Eu. 803.    III warlike spirit, αἰ. νέων θάλλει Terp.6; θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος Pi.N.10.13; γυναικὸς αἰ. a woman's temper, A.Ag.483 (lyr.), cf. Ch.630 (lyr.; but perh. = rule, cf.Pr.406). (Cf. Lith. jiešmas 'spit'.)

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμή: ἡ (ἴδε ἐν τέλ.), ἡ αἰχμή, ὅ ἐ. τὸ ἄκρον τοῦ δόρατος, λόγχης, Λατ. cuspis, πάροιθε δὲ λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ χαλκείη, Ἰλ. Ζ. 319· οὕτως αἰχμὴ ἔγχεος, Π. 315· τὸ δὲ ξύλον ὠνομάζετο ξυστόν, Ἡρόδ. 1. 52. 2) ἡ αἰχμή, τὸ ὀξὺ ἄκρον οἱουδήποτε πράγματος, ἀγκίστρου, κεράτων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 216C. 2. 451. ΙΙ. λόγχη, δόρυ, Ἰλ., Ἡρόδ., καὶ Τραγ.· πρὸς τὴν αἰχμὴν ἐτράπετο, ἔδραμεν, ἐστράφη πρὸς τὸ δόρυ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 3. 78· αἰχμῇ εἷλε, διὰ τοῦ δόρατος, ὅ ἐ. ἐν πολέμῳ (ἴδε κατωτέρω 3), ὁ αὐτ. 5. 94· τοξουλκὸς αἰχμή, ἐπὶ βέλους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 239· ἴδε κατωτέρω 3· σπάνιον παρὰ πεζοῖς τῶν Ἀττ., Ξεν. Κύρ. 4. 6, 4. β) ἴσως μετὰ τῆς σημασίας τοῦ σκήπτρου, Αἰσχύλ. Πρ. 405, 925· ἴδε κατωτέρω ΙΙΙ. 2) σῶμα ἀνδρῶν φερόντων δόρυ, ὡς τὸ ἀσπίς, Πινδ. Ο. 7. 35, Π. 8. 58. Εὐρ. Ἡρακλ. 276· πρβλ. ἀσπίς Ι. 2. 3) πόλεμος, μάχη, κακῶς ἡ αἰχμὴ ἑστήκεε, ὁ πόλεμος ἔκλινε κακῶς, Ἡρόδ. 7. 152· θηρῶν, μάχη μετὰ ἀγρίων θηρίων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 158: - ἰδίως ἐν τοῖς συνθέτοις, ὡς, αἰχμάλωτος, μεταίχμιος, ὁμαιχμία· πρβλ. δόρυ. 4) μεταφ., ἐπὶ λοιμικῆς νόσου, λοιμοῦ καὶ τῶν ὁμοίων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 803 (ἐὰν ἡ λέξις δὲν εἶναι ἐφθαρμένη). ΙΙΙ. φιλοπόλεμον πνεῦμα, διάθεσις, αἰχμὰ νέων θάλλει, Τέρπαν. 6· θρέψε δ’ αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος, Πινδ. Ν. 10. 23· οὕτως ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 483., Χο. 625, γυναικὸς ἢ γυναικεία αἰχμά, φαίνεται = γυναικεῖον πνεῦμα, γυναικεία διάδεσις· ἀλλ’ ὁ Ἕρμαν. ἑρμηνεύει: imperium, κράτος, κυριαρχίαν, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 1. (Ἴσως ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ ἀΐσσω, ὡς τὸ δραχμὴ πρὸς τὸ δράσσομαι, Δοναλσ. Νέος Κρατ. σ. 224. Ὁ Κούρτιος ὑπολαμβάνει ὅτι ἔγεινεν ἐξ ὑποθετικῆς λέξεως ἀκιμή, παραχθείσης ἐκ τῶν ἀκή, ἀκίς).