παρεκβαίνω

From LSJ
Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκβαίνω Medium diacritics: παρεκβαίνω Low diacritics: παρεκβαίνω Capitals: ΠΑΡΕΚΒΑΙΝΩ
Transliteration A: parekbaínō Transliteration B: parekbainō Transliteration C: parekvaino Beta Code: parekbai/nw

English (LSJ)

   A step aside from, deviate from, c. gen., δικαίου Hes. Op.226; τοῦ εὖ Arist. EN1109b19; τῆς ἀρετῆς Id.Pol.1325b6 ; π. τῆς ἀριστοκρατίας ἡ τάξις ib.1273a21; τοῦ καθήκοντος Plb.12.7.1; π. ἐκ τοῦ γένους Arist. GA767b6; ἐκ τῆς τάξεως Plb.8.26.8; ἀπὸ τῶν κρειττόνων Procl.Inst.124.    2 c. acc., overstep, transgress, Διὸς σέβας A.Ch.645 (lyr.); τὰ πάτρια Arist.Pol.1310b19 ; ἐπὶ μικρὸν π. τὸ τῆς πολιτείας εἶδος Id.EN1160b20; τὴν φύσιν Id.GA771a12; ῥίς ἐστι παρεκβεβηκυῖα τὴν εὐθύτητα Id.Pol.1309b23; τὸν κοινὸν νοῦν Phld.Po. 5.15 ; ποταμοῦ -βάντος τὸ ῥεῖθρον Thphr.HP3.1.5.    3 abs., deviate, ὁ μικρὸν παρεκβαίνων Arist.EN1126a35 ; αἱ παρεκβεβηκυῖαι πολιτεῖαι Id.Pol.1275b1 ; opp. ὀρθαὶ [πολιτεῖαι], ib.1282b13; π. ἐς ἃ μὴ θέμις APl.4.243 (Antist.); prob.l. in Ph.Bel.61.49, 62.51.    II make a digression, ὅθεν παρεξέβημεν Arist.EN1095b14; περί τινος Id.PA658b11; ἀπό τινος Plb.4.9.1, al.; εἰς ταῦτα Id.6.50.1.

German (Pape)

[Seite 513] (s. βαίνω), daneben weg-, darüber binausschreiten, d. i. überschreiten, καὶ μή τι παρεκβαίνουσι δικαίου, Hes. O. 224, wie τοῦ καθήκοντος, seine Pflicht verletzen, Pol. 12, 8, 1; u. c. accus., τὸ πᾶν Διὸς σέβας παρεκβάντες, Aesch. Ch. 635; τὰ νενομισμένα, Plut. Num. 9; absol., über das Maaß hinausgehen, Arist. eth. 4, 5 u. öfter; – abschweifen, bes. in der Rede, ἡμεῖς δὲ λέγωμεν, ὅθεν παρεξέβημεν Arist. eth. 1, 5, u. öfter; ἀπὸ τούτων, Pol. 4, 9, 1 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, ἐξέρχομαι κατὰ μέρος ἀπό τινος, ἀπομακρύνομαι, μετὰ γεν., δικαίου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 224· τοῦ εὖ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 9, 8· τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 7. 3, 5· τῆς ἀριστοκρατίας π. ἡ τάξις αὐτόθι 2. 11, 8· ὡσαύτως, π . ἐκ τοῦ γένους ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 2· ἐκ τῆς τάσεως Πολύβ. 8. 28, 8. 2) μετ’ αἰτ., παραβαίνω, Διὸς σέβας Αἰσχύλ. Χο. 645· τὰ πάτρια Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 5· τὸ πολιτείας εἶδος ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 8. 10, 3· τὴν φύσιν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 17· ἡ ῥὶς π. τὴν εὐθύτητα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 9. 7. 3) ἀπολ., παρεκτρέπομαι, ὁ μικρὸν παρεκβαίνων ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 13· ἐπὶ μικρὸν π. αὐτόθι 8. 10, 3· αἱ παρεκβεβηκυῖαι πολιτεῖαι (ἴδε παρέκβασις) ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 1, 9, καὶ ἀλλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθαὶ [πολιτεῖαι] αὐτόθι 3. 11, 21· π. ἐς ἃ μὴ θέμις Ἀνθ. Πλαν. 243. ΙΙ. ἐξέρχομαι τοῦ προκειμένου, ὅθεν παρεξέβημεν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 5, 1· περί τινος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 7· τινὸς ἢ ἀπό τινος Πολύβ. 12. 8, 1., 4. 9, 1.