ὑπομονή
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ἡ,
A remaining behind, Arist.Rh.1410a4, D.H.1.44. II endurance, τῶν ἀκουσίων πόνων Democr.240; λύπης Pl.Def.412c; ἡ μὴ ὑ. ἀτιμαζομένων Arist.APo.97b24, cf. Rh.1384a21; εὐχερὴς τῆς ἀποτέξεως ὑ. Sor.1.46; πολέμου Plb.4.51.1; [θανάτου] Plu.Pel.1; ἡ τῆς μαχαίρας ὑ. τῶν πληγῶν the sword's power to sustain blows, Plb. 15.15.8. 2 in bad sense, obstinacy, Demetr.Lac.Herc.1012.47. 3 of plants, power to endure, Thphr.CP5.16.3. III enduring to do, αἰσχρῶν ἔργων Id.Char.6.1.
German (Pape)
[Seite 1226] ἡ, das Zurückbleiben, Zuhausebleiben; – das Ausharren, Ertragen, die Geduld, Standhaftigkeit, λύπης Plat. def. 412 b; τοῦ πολέμου Pol. 4, 51, 1; ἡ τῆς μαχαίρας ὑπομονὴ τῶν πληγῶν, das Halten des Schwertes gegen Hiebe, 15, 15, 8; – das über sich Ergehenlassen, bes. das sich Hingeben zu schlechten Handlungen, Theophr. char. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομονή: ἡ, τὸ μένειν ὀπίσω, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 7, Διον. Ἁλ. 1. 44. ΙΙ. τὸ ὑπομένειν, καρτερία, ἀπὸ ἀνανδρίας γὰρ ἢ δειλίας ἡ ὑπομονὴ καὶ τὸ ἀμύνεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 13· οὔτε ὑπομονὴ (θανάτου δηλ.) καλόν, εἰ μετ’ ὀλιγωρίας γίνοιτο τοῦ ζῆν Πλουτ. Πελοπίδ. 1, κλπ.· ἐπὶ φυτῶν, τῆς δὲ ὑπομονῆς αἴτιον ἡ ὑγρότης Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 3. 2) μετὰ γεν., τὸ ὑπομένειν τι, ἀσκεῖν ὑπομονὴν ἔν τινι, ὑπομονὴ λύπης ἕνεκα τοῦ καλοῦ· ὑπομονὴ πόνων ἕνεκα τοῦ καλοῦ Πλάτ. Ὅροι 412C, ἐν λ. καρτερία· ἡ μὴ ὑπ. ὑβριζομένων Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 18· πολέμου Πολύβ. 4. 51, 1· ἡ τῆς μαχαίρας ὑπ. τῶν πληγῶν, ἡ δύναμις τῆς μαχαίρας εἰς τὸ νὰ ἀντέχῃ εἰς τὰ κτυπήματα, ὁ αὐτ. 15. 15, 8. ΙΙΙ. ὡς τὸ τόλμα, τὸ ὑπομένειν, ἀνέχεσθαι ἀκούειν ἢ πράττειν τι, ἰδίως αἰσχρόν, ἡ δὲ ἀπόνοιά ἐστιν ὑπομονὴ αἰσχρῶν ἔργων τε καὶ λόγων Θεοφρ. Χαρακτ. 6 (16 ἔκδ. Jebb).