ἀσύμβλητος

From LSJ
Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύμβλητος Medium diacritics: ἀσύμβλητος Low diacritics: ασύμβλητος Capitals: ΑΣΥΜΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: asýmblētos Transliteration B: asymblētos Transliteration C: asymvlitos Beta Code: a)su/mblhtos

English (LSJ)

Att. ἀξ-, ον,

   A not addible, Arist.Metaph.1080b9; not comparable, ib.1055a7; ἀ. πρός τι or τινί, incomparable with, far superior to, Epicur.Ep.1p.31U., Fr.556, cf. Plu.2.1125c.    2 incommensurable, Theo Sm.p.73H.; indeterminate, μῆκος Gal.18(1).773.    3 of weights or measures, not true according to the standard, IG2.476.17.    II not to be guessed, unintelligible, ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν S.Tr.694, cf. Ael.NA6.60.    III unsocial, ἄπλατον ἀξ. S.Fr.387.

German (Pape)

[Seite 380] 1) nicht zu vergleichen, ungleich, Arist. Metaph. 12, 8 Plut. adv. Col. 31; μέτρον, nicht geaicht, Inscr. 128, vgl. Böckh Staatsh. II p. 344. – 2) nicht zu errathen, unverständlich, Soph. Tr. 691 Ael. H. A. 6, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμβλητος: -ον, ὁ μὴ συγκρινόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ, νὰ παραβάλῃ πρὸς ἕτερον, ἀπαράβλητος, πλὴν τοῦ πάσας τὰς μονάδας εἶναι ἀσυμβλήτους Ἀριστ. Μεταφ. 12. 6, 2 καὶ 4· ἐπὶ μέτρων καὶ σταθμῶν, μὴ παραβεβλημένος, ἀσύμφωνος πρὸς τὸ πρότυπονἐπίσημον βάρος ἢ μέτρον, ὅπως μηθεὶς τῶν πωλούντων τι ἢ ὠνουμένων ἀσυμβλήτῳ μέτρῳ ἢ σταθμῷ χρῆται, ἀλλὰ δικαίοις Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 17· ἀσ. πρός... Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 83· πρβλ. κ. Ἡσύχ. ἐν λέξει. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, ἀκατάληπτος, δέρκομαι φάτιν ἄφραστον, ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν Σοφ. Τρ. 694, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 60. ΙΙΙ. ἀσυνάντητος, ἀκοινώνητος, «ᾧ οὐκ ἔστιν ἀπαντῆσαι» (Εὐστ. 1405, 57), Σοφ. Ἀποσπ. 350.