ζωγρέω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
(ζωός, ἀγρέω)
A take, save alive, take captive instead of killing, ζώγρει, Ἀτρέος υἱέ, σὺ δ' ἄξια δέξαι ἄποινα Il.6.46, cf. 10.378, Hdt.1.86, etc.; εἷλε . . καὶ ἐζώγρησε Id.3.52; τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν Th.2.92; πλὴν ὅσον ἐκ τριῶν νεῶν οὓς ἐζώγρησαν Id.7.23; πλὴν μηδαμῇ μηδαμῶς ζωγροῦντας provided that they do not spare him alive, Pl.Lg.868c; opp. διαφθείρειν, ἀποκτεῖναι, Plb.3.84.10, LXXNu.31.18: metaph., ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν Ev.Luc. 5.10; of ships, ἃς ἐζώγρησεν αὐτάνδρους Charito 7.6:—Pass., Hdt.1.66,5.77. II restore to life and strength, revive, περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα Il.5.698 (quoted by Aret.CA2.3); preserve alive, ζώγρει, δέσποτ' ἄναξ, τὸν σὸν ναετῆρα Epigr.Gr.841.7 (Thrace, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1142] (ζωός – ἀγρεύω), lebendig gefangen nehmen, den Gefangenen nicht tödten, Pardon geben, ζώγρει Il. 6, 46, ζώγρει, αὐτὰρ ἐγὼν ἐμὲ λύσομαι 10, 378. 11, 131; Her. 1, 86; das Leben schenken, 3, 52; ἄνδρας δὲ τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ ἐζώγρησαν Thuc. 2, 92; πλὴν μηδαμῇ μηδαμῶς ζωγροῦντας Plat. Legg. IX, 868 b; Xen. An. 4, 7, 22 u. öfter, wie Folgde; auch von Schiffen, Charit. 7, 6. – Il. 6, 697 περὶ δὲ πνοιὴ βορέαο ζώγρει – κεκαφηότα θυμόν, beleben, Eust. τὴν ζωὴν ἀγείρει.
Greek (Liddell-Scott)
ζωγρέω: μέλλ. -ήσω, (ζωός, ἀγρεύω) συλλαμβάνω ζῶντα, σῴζω τὴν ζωήν τινος, αἰχμαλωτίζω ἀντὶ νὰ φονεύσω, ζώγρει, Ἀτρέος υἱέ, σὺ δ’ ἄξια δέξαι ἄποινα Ἰλ. Ζ. 46, πρβλ. Κ. 378, Λ. 131, Ἡρόδ. 1. 86, 211· (ἀνθ’ οὗ τὸ ζωὸν ἀνάγειν ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Ξ. 272)· εἷλε... καὶ ἐζώγρησε Ἡρόδ. 3. 52· τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν Θουκ. 2. 92· πλὴν ὅσον ἐκ τριῶν νεῶν, οὓς ἐζώγρησαν ὁ αὐτ. 7. 23· μηδαμῇ μηδαμῶς ζωγροῦντας Πλάτ. Νόμ. 868Β· ἐπὶ νεῶν, ἃς ἐζώγρησεν αὐτάνδρους Χαρίτ. 7. 6. - Παθ., Ἡρόδ. 1. 66., 5. 77. ΙΙ. (ζωή, ἀγείρω) ἐπαναφέρω εἰς ζωὴν καὶ ἀκμήν, ἀναζωογονῶ, ὡς τὸ ζωπυρέω, περὶ δὲ πνοιὴ Βορεάο ζώγρει ἐπιπνείουσα Ἰλ. Ε. 698.