ἄγρωστις
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ιδος, Thphr. HP1.6.10, and εως, Arist.HA552a15, PTeb.104.26 (ii B. C.), ἡ, acc.
A ἄγρωστιν Plb.34.10.3, Str.4.1.7:—dog's-tooth grass, Cynodon Dactylon, ἄ. μελιηδής Od.6.90; εἱλιτενὴς ἄ. Theoc.13.42, cf. Aeschrio 6, D.S. 1.43, Dsc.4.29. 2 ἄ. ἐν Κιλικίᾳ Hordeum marinum, Dsc.4.32; ἄ. ἐν Παρνασσῷ grass of Parnassus, Parnassia palustris, ib.31.
German (Pape)
[Seite 25] εως, ἡ, Futterkraut, Quecken, μελιηδής Od. 6, 90 (ἅπαξ εἰρημ.); – εἱλιτενής Theocr. 13, 42; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγρωστις: -ιδος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 6, 10, καὶ -εως, ἡ, = βοτάνη, ἣν τρώγουσιν αἱ ἡμίονοι («ἀγριάδα»)· τρώγειν ἄγρ. μελιηδέα, Ὀδ. Ζ. 90· εἱλιτενὴς ἄγρ., Θεόκρ. 13. 42: - Κατὰ τοὺς ἑρμηνευτὰς τοῦ Θεοφρ. 1. Φ. 1. 6. 7. κτλ., ἡ βοτάνη αὕτη εἶναι ἡ Λατινιστὶ ὀνομαζομένη triticum repens. II. Περὶ τοῦ ἀγρῶστις ἴδε ἀγρώστης, ΙΙ.