ἀσκωλιάζω

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκωλιάζω Medium diacritics: ἀσκωλιάζω Low diacritics: ασκωλιάζω Capitals: ΑΣΚΩΛΙΑΖΩ
Transliteration A: askōliázō Transliteration B: askōliazō Transliteration C: askoliazo Beta Code: a)skwlia/zw

English (LSJ)

   A hop on greased wineskins at the Ἀσκώλια, Ar.Pl.1129 (cf. Sch.).    II hop on one leg, ἀσκωλιάζειν ῥᾷον ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς Arist.IA705b33, cf. Ael.NA3.13, Plu.2.621f, Gal.11.106; also, jump up and down with legs held together, Sch.Orib.3p.689D. (Signf. 11 may be original and the connexion with ἀσκός due to popular etymology.)

German (Pape)

[Seite 372] an den Askolien auf den Schläuchen mit einem Beine tanzen; übh. auf einem Beine tanzen, springen, Ar. Plut. 1129 Plat. Conv. 190 d; auf einem Beine stehen, Arist. Inc. anim. 4; Ael. H. A. 3, 13; vgl. Luc. Lexiph. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκωλιάζω: μέλλ. -άσσω, πηδῶ ἐπάνω εἰς ἀσκὸν ὡς ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν Ἀσκωλίων, ἥτις ἤγετο τῇ β΄ ἡμέρᾳ τῶν κατ’ ἀγροὺς Διονυσίων, «ἑορτὴν οἱ Ἀθηναίοι ἦγον τὰ Ἀσκώλια, ἐν ᾖ ἐνήλλοντο τοῖς ἀσκοῖς εἰς τιμὴν τοῦ Διονύσου» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1130· «κυρίως δὲ ἀσκωλιάζειν ἔλεγον τὸ ἐπὶ ἀσκῶν ἅλεσθαι ἕνεκα τοῦ γέλωτα ποιεῖν. Ἐν μέσῳ δὲ τοῦ θεάτρου ἐτίθεντο ἀσκοὺς πεφυσημένους καὶ ἀληλιμμένους εἰς οὓς ἐναλλόμενοι ἐνωλίσθαινον, καθάπερ Εὔβουλός φησι» κτλ. αὐτόθι· - ἀσκωλίαζ’ ἐνταῦθα πρὸς τὴν αἰθρίαν Ἀριστοφ. Πλ. 1129· καὶ πρός γε τούτοις ἀσκὸν εἰς μέσον καταθέντες, εἰσάλλεσθε καὶ καχάζετε ἐπὶ τοῖς καταρρέουσιν ἀπὸ κελεύσματος Εὔβουλος ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 2· Οὐεργ. Γεωργ. 2. 384 (unctos saluere per utres)· ἀσκωλιάζειν ῥᾷον ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς, ὁπόθεν φαίνεται ὅτι σημαίνει ἡ λέξ. ἐφ’ ἑνὸς ποδὸς ἐφάλλομαι, ὡς νῦν παίζω τὸν «κουτσόν», Ἀριστ. περὶ Πορ. Ζ. 4, 8· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 190Α, Αἰλ. π. Ζ. 3. 13, Πλούτ. 2. 621F, Πολυδ. Β΄, 194, Ἡσύχ., κτλ.· τύπος τις ἀσκωλίζω μνημονεύεται ὑπὸ Φρυν. ἐν Α. Β. 24 «ἀσκωλιάζειν καὶ ἀκσωλίζειν: σημαίνει τὸ ὥσπερ ὑπὸ σκώλου πεπληγμένον ἐφ’ ἓν σκέλος ἅλλεσθαι», πρβλ. καὶ 452, An. Bachm. 1. 366· οὕτω δὲ ἀνεγινώσκετο καὶ παρὰ Πλάτωνι ἔνθ’ ἀνωτ. ὑπὸ Στοβαίου 395, 21.