πηδάω

From LSJ
Revision as of 11:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηδάω Medium diacritics: πηδάω Low diacritics: πηδάω Capitals: ΠΗΔΑΩ
Transliteration A: pēdáō Transliteration B: pēdaō Transliteration C: pidao Beta Code: phda/w

English (LSJ)

E.Ion717 (lyr.), etc.; Dor. 3sg.

   A παδῇ Sophr.20; Lacon. imper. πάδη Ar.Lys.1317 (lyr.); Ion. part. πηδεῦντα, πηδεῦσαι, Herod. 3.96, 4.61 : fut. -ήσομαι Thphr.Char.21.6, (ἐπι-) Pl.Ly.216a, (προς-) Alex.124.16; later -ήσω APl.4.54*, 142 : aor. ἐπήδησα Il.14.455, etc.: pf. πεπήδηκα Aesop.203, (ἀπο-) Hp.Art.47, (ἐκ-) X.HG7.4.37, (ὑπερ-) D.23.73 :—Pass., plpf. ἐπεπήδητο (in act. sense) Hp.Nat.Puer.13:— leap, spring, ὑψόσε ποσσὶν ἐπήδα Il.21.269, cf. 302 ; ἐς σκάφη π. S.Aj. 1279 ; πρὸς πυγήν Hp.Nat.Puer.l.c.; opp. βαδίζω, X.Cyn.5.31 ; of fish in the frying-pan, Eub.75.6, 109,al.: c. acc. cogn., π. δυστυχῆ πηδήματα E.Or.263; π. μείζονα (sc. πηδήματα) S.OT1300 (anap.); λαιψηρὰ π. E.Ion717 (lyr.): c. acc. loci, πεδία π. bound over them, S.Aj.30; π. πλάκα E.Ba.307.    2 stamp with the feet, οἱ φίλοι πηδάτωσαν Luc.Rh. Pr.21.    II metaph. of things, οὐκ ὀΐω . . ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα Il.14.455 ; πάλος . . 'πήδησεν εὐχάλκου κράνους A.Th.459; τροχοὶ π. E.Ph. 1194 : freq. of the heart or pulse, leap, throb, ἁ καρδία παδῇ Sophr. l.c., cf. Pl.Smp.215e : folld. by interrog. clause, οἶμαι τὰς καρδίας πηδᾶν ὅ τι λέξει Ar.Nu.1392 ; κατὰ δ' ἐγκέφαλον πηδᾷ σφάκελος E.Hipp. 1352 ; πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα Pl.Phdr.251d; αἱ σάρκες οἷα θερμὰ θερμὰ πηδεῦσαι Herod.4.61 ; of the mind, πηδῶν ὁ θυμὸς ἔνδοθεν μαντεύεται Trag.Adesp.176, cf. 390 ; of sudden change, τί πηδᾷς ἄλλοτ' εἰς ἄλλους τρόπους E.Tr.67; εἰς τἀπίσημα δ' ὁ φθόνος πηδᾶν φιλεῖ Id.Fr.294 ; π. πρός τινος εὐπραγίαν Philostr.VS2.25.4.

German (Pape)

[Seite 609] ion. πηδέω, Her. 8, 118, fut. πηδήσομαι, springen, hüpfen; ποσσὶν ἐπήδα, Il. 21, 269; auch übertr. von leblosen Dingen, οὐκ ὀΐω χειρὸς ἄπο στιβαρῆς ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα, daß der Wurfspieß vergeblich aus der Hand gefahren, 14, 455; εἰς ναυτικὰ σκάφη, Soph. Ai. 1258, der es auch c. accus. vrbdt, εἰσιδὼν μόνον πηδῶντα πεδία, 30, durch die Ebene springen; u. übertr., τίς ὁ πηδήσας μείζονα δαίμων τῶν μακίστων πρὸς σῇ δυσδαίμονι μοίρᾳ, O. R. 1300; πηδᾶν δυστυχῆ πηδήματα, Eur. Or. 263; Andr. 1140; λαιψηρὰ πηδᾷ, Ion 717; auch τροχοὶ ἐπήδων, Bacch. 1092; vom Herzen, schlagen, klopfen, Ar. Nub. 1374, wie Plat. Conv. 215 e; πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα, Phaedr. 251 d; Xen. u. Folgde überall.

Greek (Liddell-Scott)

πηδάω: Εὐρ., κτλ.· Δωρ. γ΄ ἑνικ. παδῇ Σώφρ. 46 Ahr., Λακων. προστ. πάδη Ἀριστοφ. Λυσ. 1317· ― μέλλ. -ήσω, Ἀνθ. Πλαν. 54, 142· Ἀττ. -ήσομαι Θεοφρ. Χαρ. 5, (ἐπι-) Πλάτ. Λύσ. 216Α, (προσ-) Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5. 16· ― ἀόρ. ἐπήδησα Ὅμ., Ἀττ.· ― πρκμ. πεπήδηκα (ἀπο-, ἐκ-, ὑπερ-), Ἱππ., Ἀττ. ― Παθ., ὑπερσ. ἐπεπήδητο (ἐπὶ ἐνεργ. σημασ.), Ἱππ. 236. 39. Ὡς καὶ νῦν, πηδῶ, σκιρτῶ, τινάσσομαι, ὑψόσε ποσσὶν ἐπήδα Ἰλ. Φ. 269, πρβλ. 302· οὕτω παρ’ Ἀττ., π. ἐς σκάφος Σοφ. Αἴ. 1279· πρὸς γῆν Ἱππ. 236. 37· ἀντίθετ. τῷ βαδίζω, Ξεν. Κυν. 5. 31· ἐπὶ ἰχθύων ἐντὸς τοῦ τηγανίου, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 6, ὁ αὐτ. ἐν «Τιτᾶσι» 1, κ. ἀλλ.· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., πήδημα πηδᾶν, Εὐρ. Ὀρ. 263· π. μείζονα (δηλ. πηδήματα) Σοφ. Ο. Τ. 1300, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 305, Εὐρ. Ἴων 717, Ὀρ. 263· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. τόπου, πεδία πηδᾶν, πηδᾶν ὑπεράνω αὐτῶν, Σοφ. Αἴ· 30· π. πλάκα Εὐρ. Βάκχ. 307. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ πραγμάτων, οὐκ ὀΐω… ἅλιον πηδῆσαι ὀϊστὸν Ἰλ. Ξ. 455· πάλος... πήδησεν εὐχάλκου κράνους Αἰσχύλ. Θήβ. 459· π. τροχοὶ Εὐρ. Φοίν. 1194· ― ὡσαύτως ἐπὶ τῆς καρδίας ἢ τοῦ σφυγμοῦ, πάλλομαι, πηδῶ, ἁ καρδία παδῇ Σώφρων, ἔνθ’ ἀνωτ. πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1392, Πλάτ. Συμπ. 215Ε· ἐπὶ σπασμῶν, σφαδασμῶν, κατά τ’ ἐγκέφαλον πηδᾷ σφάκελος Εὐρ. Ἱππ. 1353· πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· ― ἐπὶ αἰφνιδίων μεταβολῶν, τί πηδᾷς εἰς ἄλλους τρόπους Εὐρ. Τρῳ. 67· οὕτως, εἰς τἀπίσημα δ’ ὁ φθόνος πηδᾶν φιλεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 296.