κηδεύω

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδεύω Medium diacritics: κηδεύω Low diacritics: κηδεύω Capitals: ΚΗΔΕΥΩ
Transliteration A: kēdeúō Transliteration B: kēdeuō Transliteration C: kideyo Beta Code: khdeu/w

English (LSJ)

(κῆδος)

   A take charge of, tend.S. OT1323 (lyr.), OC750; πόλιν Id.Fr.683.4, E.IT1212; νύμφην Id.Med. 888; νόσημα Id.Or.883.    2 esp. attend to a corpse, bury, ἐν ξένῃσι χερσὶ κηδευθεὶς τάλας S.El.1141, cf.E.Rh.983; μ' ἔθαψε καὶ ἐκήδευσεν IG14.1860: also in Prose, Plb.5.10.4, etc.; ταφὴ κηδευθεῖσα ταῖς τῶν ἐναντίων χερσί Demad.9, cf. Plu.Alex.56; βασιλέων κηδευομένων Arist.Fr.519, cf. Wilcken Chr.499 (ii/iii A.D.); κεκηδευμένος νεκρὸς ἐν μέλιτι J.AJ14.7.4; εἰς ἣν [σορὸν] οὐδενὶ ἔξεσται ἕτερον πτῶμα κηδεῦσαι CIG3028.3 (Ephesus), cf.POxy.1067.6 (iii A.D.).    3 = κηδεμονεύω, in Pass., Cod.Just.3.10.1.1.    II contract a marriage, of the bridegroom, ally oneself in marriage, τὸ κηδεῦσαι καθ' ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ A.Pr.890 (lyr.): c.acc. cogn., κ. λέχος marry, S.Tr.1227: c.dat.pers., ally oneself with... E.Hipp.634, Fr.395, D.59.81, Men.Epit.427, etc.; κ. ὅτῳ θέλουσιν Arist.Pol.1307a37; become the son-in-law of, Moer. p.368 P.:—in Pass., to be married, E.Ph.347 (lyr.).    2 c.acc.pers., make one's kinsman by marriage, Id.Hec.1202; also κ. τὴν θυγατέρα τινί to marry her to some one, J.AJ6.10.2: abs., οἱ κηδεύσαντες those who formed the marriage, E.Med.367.

German (Pape)

[Seite 1429] besorgen, pflegen; ὑπομένεις με τὸν τυφλὸν κηδεύων Soph. O. R. 1324, vgl. O. C. 754; Eur. Or. 781. 881; πόλιν I. T. 1212; bes. – a) eine Leiche bestatten; Eur. Rhes. 983; ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθείς Soph. El. 1130, Pol. 5, 10, 4; Plut. Fab. 28 u. a. Sp. – ) durch Heirath, τὴν παῖδα, die Tochter verheirathen, οἱ κηδεύσαντες, die Schwiegeraltern, Eur. Med. 867. – Gew. intr., sich verschwägern, sich verheirathen, τὸ κηδεῦσαι καθ' ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ Aesch. Prom. 892, sich seinem Stande gemäß verheirathen; αὐτὸς τοῦτο κήδευσον λέχος Soph. Tr. 1217, wie Eur. Hipp. 634; τινί, Dem. 59, 81; nach Moeris attisch für παρά τινος γυναῖκα λαμβάνειν; so auch Arist. Polit. 5, 7 u. Sp., wie Plut. Demetr. 31.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεύω: (κῆδος) ἐπιμελοῦμαί τινος, φροντίζω, περιποιοῦμαι, Σοφ. Ο. Τ. 1323, Ο. Κ. 740· πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 606, Εὐρ. Ι. Τ. 1213· νύμφην ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 888· νόσημα ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 883. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηδεύοντα· ἐπιστατοῦντα, κηδόμενον». 2) φροντίζω ὅπως ἀποδώσω τὰς τελευταίας περιποιήσεις εἰς νεκρόν, κλείω τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ἐνταφιάζω αὐτόν, πενθῶ, κτλ. (πρβλ. κῆδος Ι. 2, κηδεμών), ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθεὶς τάλας Σοφ. Ἠλ. 1141, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 983· μ’ ἔθαψε καὶ ἐκήδευσεν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 604· ὡσαύτως παρὰ πεζογράφοις, ταφὴ κηδευθεῖσα ταῖς τῶν ἐναντίων χερσὶ Δημάδ. 179. 30, πρβλ. Πολύβ. 5. 10, 4, Πλουτ. Ἀλέξ. 56· βασιλέων κηδευομένων Ἀριστ. Ἀποσπ. 476· κεκηδευμένος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 7, 4· εἰς ἣν σορὸν οὐδενὶ ἐξέσται ἕτερον πτῶμα κηδεῦσαι Συλλ. Ἐπιγρ. 3028. 3. ΙΙ. παρά τινος γυναῖκα λαμβάνω, ἐπὶ τοῦ ἀνδρὸς (Μοῖρις), συνάπτω συγγένειαν δι’ ἐπιγαμίας, γίνομαι συγγενής τινος, «συμπεθερεύω», τὸ κηδεῦσαι καθ’ ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ Αἰσχύλ. Πρ. 890· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κηδ. λέχος, νυμφεύομαι, ὑπανδρεύομαι, Σοφ. Τρ. 1227, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 10· μετὰ δοτ. προσώπ., συνάπτω σχέσεις μετά τινος δι’ ἐπιγαμίας, Εὐρ. Ἱππ. 634, Ἀποσπ. 399, Δημ. 1372. 25, κτλ.· ― ἐν τῷ παθ., ἔχω τοιαύτην συγγένειαν, Εὐρ. Φοίν. 347. 2) μετ’ αἰτ. προσ., κάμνω τινὰ συγγενῆ μου διὰ γάμου, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1202· ὡσαύτως, κ. τὴν θυγατέρα τινί, δίδω εἴς τινα τὴν θυγατέρα μου εἰς γάμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 10, 2· ― ἀπολ., οἱ κηδεύοντες, οἱ συνάψαντες τὸν γάμον, Εὐρ. Μήδ. 367.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐκήδευσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐκηδεύθην, pf. κεκήδευμαι;
I. tr. 1 prendre soin de, en gén. : τινα, de qqn ; πόλιν EUR gouverner une ville;
2 particul. prendre soin d’un mort : τινα, rendre à qqn les devoirs funèbres;
3 unir par un mariage, acc.;
II. intr. s’unir par mariage, contracter alliance : τινι, avec qqn.
Étymologie: κῆδος.