ὑποβαστάζω

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποβαστάζω Medium diacritics: ὑποβαστάζω Low diacritics: υποβαστάζω Capitals: ΥΠΟΒΑΣΤΑΖΩ
Transliteration A: hypobastázō Transliteration B: hypobastazō Transliteration C: ypovastazo Beta Code: u(pobasta/zw

English (LSJ)

   A bear from under, underprop, Charito 3.6, Gal.14.717 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1211] (s. βαστάζω), ertragen, unterstützen, v. l. für ὑποστεγάζω bei Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποβαστάζω: βαστάζω κάτωθεν, ὑποστηρίζω, τὸν Χαιρέαν ὑποβαστάσας ἐξήγαγεν ἐκεῖθεν Χαρίτων 3. 6, Γαλην. τ. 14, σ. 717, 12.

Greek Monolingual

ὑποβαστάζω ΝΜΑ
στηρίζω από κάτω, υποστηρίζω (α. «οκτώ κίονες υποβαστάζουν την οροφή» β.«ὁ τράχηλος τρόπον κίονος ὑποβαστάζει τὴν κεφαλήν», Σχόλ. Νικ. Θηρ.)
νεοελλ.
συγκρατώ, στηρίζω κάποιον, συνήθως από τις μασχάλες, για να μην πέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βαστάζω «βαστώ, στηρίζω»].