χαμαιλέων

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιλέων Medium diacritics: χαμαιλέων Low diacritics: χαμαιλέων Capitals: ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ
Transliteration A: chamailéōn Transliteration B: chamaileōn Transliteration C: chamaileon Beta Code: xamaile/wn

English (LSJ)

οντος, ὁ,

   A chameleon, Chamaeleo vulgaris, Arist. HA503a15, Plin.HN8.120, Lib.Or.1.249; used as an image of changefulness, Arist.EN1100b6, Plu.Alc.23.    II name of various plants, so called from their leaves changing colour, Thphr. HP6.4.3, 9.12.1, 9.14.1; χ. λευκός pine-thistle, Atractylis gummifera, Dsc.3.8; χ. μέλας, Cardopatium corymbosum, ib.9, Plin. HN22.47.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιλέων: -οντος, ὁ, εἶδος σαύρας, περὶ ἧς λέγεται ὅτι μεταβάλλει τὸ ἑαυτῆς χρῶμα, Chamaeleo vulgaris, περιγράφεται δὲ ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 1, Πλίν. 8. 51· χρησιμεύει ὡς εἰκὼν τοῦ εὐμεταβόλου, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 8, Πλουτ. Ἀλκιβ. 23. - Κατὰ Σουΐδ.: «χαμαιλέων, ζῷον εἰς πάντα τὴν χροιὰν μετατρέπον πλὴν λευκοῦ», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ζῷον ᾠοτόκον καὶ πεζόν». ΙΙ. φυτόν τι ἐκ τοῦ εἶδους τῆς ἀκάνθης ὀνομασθὲν οὕτως ἐκ τοῦ ὅτι τὰ φύλλα αὐτοῦ μεταβάλλουσι τὸ χρῶμα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3., 9. 12, 1, Διοσκ. 3. 10, 11.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
litt. « lion nain », caméléon, animal ; fig. comme symbole de mobilité.
Étymologie: χαμαί, λέων.