προσκλίνω

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκλίνω Medium diacritics: προσκλίνω Low diacritics: προσκλίνω Capitals: ΠΡΟΣΚΛΙΝΩ
Transliteration A: prosklínō Transliteration B: prosklinō Transliteration C: prosklino Beta Code: proskli/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A cause to lean against, place against, βέλος προσέκλινε κορώνῃ Od.21.138,165:—Pass., πατρὸς ἐμοῖο θρόνος ποτικέκλῐται (Ep. and Dor. pf. Pass.) αὐτῇ stands by her, i.e. hers, or the pillar, 6.308; νῶτον ποτικεκλιμένον his back thereon reclined, Pi.P.1.28; ὁ ἱερεὺς -κλείνεται (sic) πρὸς με[. .] IG42(1).742.11 (Epid., ii/iii A.D.); προσκλιθείς τινι turning towards him, Philostr. VA3.30.    2 π. τὴν θύραν close the door, J.AJ5.4.2.    II turn or incline towards, τὴν ψυχὴν τοῖς λόγοις v.l. in Plu.2.36d; τὸν νοῦν τῶν θεῶν τοῖς ἀνθρώποις Iamb.Myst.1.12.    III seemingly intr. (sc. ἑαυτόν), incline towards, be attached to one, join his party, τοῖς Ῥοδίοις Plb.4.51.5, cf. 5.86.10 (Reiske for προσκιν (-κυν-) οῦσι) ; ταῖς Μιθραδάτου ἐλπίσιν Agatharch.Fr.Hist.16 J.:—Pass., προσκλιθῆναί τινι LXX 2 Ma.14.24, Act.Ap.5.36, S.E.M.7.324.    IV Gramm., inflect, ἔξωθεν -κλιθῆναι A.D.Synt.324.18.

German (Pape)

[Seite 769] daranlehnen, daranlegen, τί τινι, wie βέλος καλῇ προσέκλινε κορώνῃ, Od. 21, 138. 165; θρόνος προσκέκλιται αὐγῇ (v. l. αὐτῇ, vgl. Nitzsch zur Stelle), der Sessel steht angelehnt am Scheine des Heerdfeuers, 6, 308; νῶτον ποτικεκλιμένον, Pind. P. 1, 28. – In späterer Prosa = machen, daß steh die Wagschaale nach einer Seite hinneigt; übertr., προσκλίνει τὴν τοῦ νέου ψυχὴν τοῖς ἐν φιλοσοφίᾳ λόγοις, wendet, richtet sie dahin, Plut. de aud. poet. g. E.; – u. intrans., sich wohin neigen, auf eine Partei, auf Jemandes Seite treten, Pol. 4, 51, 5 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκλίνω: [ῑ], κάμνω τι νὰ κλίνη πρός τι, ἀκκουμβῶ, στηρίζω τι πρός τι, βέλος προσέκλινε κορώνῃ Ὀδ. Φ. 158, 165. ― Παθ., θρόνος ποτικέκλῐται (Δωρ. παθ. πρκμ.) αὐτῇ [κίονι], ἵσταται ἢ στηρίζεται πρὸς τὸν στῦλον (κατὰ Wolf. ποτ. αὐγῇ), εἶναι ἐστραμμένος πρὸς τὸ πῦρ, Ὀδ. Ζ. 308· νῶτον ποτικεκλιμένον Πινδ. Π. 1. 54. ΙΙ. κάμνω ὥστε ὁ ζυγὸς νὰ κλίνῃ οὕτως, ἢ ἄλλως· ἐντεῦθεν, στρέφωκλίνω πρός τι, τὴν ψυχὴν τοῖς λόγοις διάφ. γραφ. Πλούτ. 2. 36D. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν), ἔχω κλίσιν πρός τινα, ἑνοῦμαι μετά τινος, προσχωρῶ εἰς τὴν μερίδα τινός, Πολύβ. 4. 51. 5, πρβλ. 5. 86, 10 (κοινῶς προσκυνοῦσι), Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 528Α· ― οὕτως ἐν τῷ παθ., προσκλιθῆναί τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324, Πράξ. Ἀπ. ε΄, 36 (κοινῶς προσεκολλήθη). ΙΙΙ. κλίνω (γραμματικῶς), σχηματίζω τοὺς τύπους, Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 319.

French (Bailly abrégé)

1 appuyer contre ou sur : τί τινι appuyer une ch. sur ou contre une autre ; Pass. être appuyé sur ou contre, τινι;
2 incliner vers, fig. : τινι τὴν ψυχήν PLUT incliner l’âme vers qch.
Étymologie: πρός, κλίνω.