ἅδην
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
Ep. and Ion. ἄδην, Adv.
A to one's fill, ἔδμεναι ἄ. Il.5.203,al.; ἐμπιμπλάμενοι σίτων ἅ. Pl.Plt.272c; πιοῦσ' ἄ. χορεύω Anacreont.14.30. 2 c. gen., οἵ μιν ἄ. ἐλόωσι . . πολέμοιο will drive him to satiety of war, Il.13.315; Τρῶας ἄ. ἐλάσαι πολέμοιο 19.423; ἔτι μίν φημι ἄ. ἐλάαν κακότητος Od.5.290; ἅ. ἔλειξεν αἵματος licked his fill of blood, A.Ag.828; καὶ τούτων μὲν ἅ. Pl.Euthphr.11e, cf. R.341c, etc.; ἅ. ἔχειν τινός to have enough of a thing, be weary of it, Id.Chrm.153d, cf. E.Ion975; τοῦ φαγεῖν Arist.Pr.950a15; ἅ. ἔχουσιν οἱ λόγοι Pl.R. 541b: c. part., ἄ. εἶχον κτείνοντες Hdt.9.39. 3 unceasingly, A.R.2.82, cf.4.1216. 4 = ἅλις, ἄ. ἐγένοντο μύκητες Call.Fr.47. [ᾰ, except in the phrase ἔδμεναι ἄδην; v. sub ἁδέω.] (From s[schwa]-δην, cf. Lat. s[acaron]-tis.)
Greek (Liddell-Scott)
ἅδην: ἢ ἄδην, Ἐπ. ἄδδην, ἐπίρρ. Λατ. satis, μέχρι κόρου, ἔδμεναι ἄδδην, ἐσθίειν μέχρι κόρου, Ἰλ. Ε. 203, καὶ ἀλλ.· ἐμπιπλάμενοι σίτων ἄδην, Πλάτ. Πολιτικ. 272C. 2) μετὰ γεν. οἵ μιν ἅδην ἐλόωσι ... πολέμοιο, Ν. 315· ἔτι μίν φημι ἅδην ἐλάαν κακότητος, Ὀδ. Ε. 290· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἅδην ἔλειξεν αἵματος, ἔγλειψεν, ὅσον ἠδύνατο νὰ φάγῃ ἐκ τοῦ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 828· οὕτω παρὰ Πλάτ.· καὶ τούτων μὲν ἅδην, Εὐθύφρ. 11Ε, πρβλ. Πολ. 341C, κτλ.· ἅδην ἔχειν τινός, ἔχων ἀρκετὸν ἔκ τινος πράγματος, εἶναι κεκορεσμένον ἐξ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Χαρμ. 153D· τοῦ φαγεῖν, Ἀριστ. Πρβλ. 28. 7· - ὡσαύτως, ἅδην ἔχουσιν οἱ λόγοι, Πλάτ. Πολ. 541Β· καὶ μ. μετοχ., ἄδην εἶχον κτείνοντες, Ἡρόδ. 9. 39. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἈΔ ἢ ἉΔ, πρβλ. τὸ Λατ. satis, satur, satio· ἐντεῦθεν ἀδέω, ἄδος· ὡσαύτως, ἄση, ἀσάομαι· βραχύτερος δὲ τύπος τῆς ῥίζης ἀ φαίνεται ἐν τοῖς ἄω, satio, ὁπόθεν καὶ τὸ ἄατος.) [ᾰ, ἐξαιρέσει τῆς φράσεως ἔδμεναι ἄδην· ἴδε ἐν λ. ἀδέω].
French (Bailly abrégé)
mieux que ἄδδην;
adv.
1 à satiété, assez : ἔδμεναι ἅδην IL manger à satiété ; avec un part., ἅδην εἶχον κτείνοντες HDT ils étaient las de tuer;
2 abondamment, complètement : Τρῶας ἅδην ἐλάσαι πολέμοιο IL (avant) d’avoir battu complètement les Troyens.
Étymologie: propr. acc. de *ἅδη, R. Σαδ, être rassasié ; cf. lat. sat, satis.