κενεαγγίη
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
English (LSJ)
(in Mss. mostly -είη), ἡ, Ion. for κεναγγία,
A lowering or evacuant treatment, ibid., al., Aph.1.2, Coac.54; evacuation by bleeding, Aret.CD2.3.
Greek (Liddell-Scott)
κενεαγγίη: (ἐν τοῖς Ἀντιγρ. κατὰ τὸ πλεῖστον -είη), ἡ, Ἰων. ἀντὶ κενεαγγία, πεῖνα, ἐξάντλησις, ἐκ πολλῆς ἐδωδῆς ἐς κ. μεταβάλλει Ἱππ. Ὀξ. Νούσ. 392· σφοδροτάτας, κ. ποιεῖν 389· κ. γίνεσθαι 385·- ὁ Γαλην. ἐν τοῖς Ἀφ. τοῦ Ἱππ. «κενεαγγίη, ἐπὶ τῆς ἀσιτίας ἢ ἐπὶ τῆς φλεβοτομίας, πᾶσα κένωσις».
Greek Monolingual
κενεαγγίη, ἡ (Α)
1. κενεαγγία, λιμός, πείνα, εξάντληση
2. ιατρ. κένωση, άδειασμα με φλεβοτομία («φλεγμονῆς δὲ κενεαγγίη λύσις», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του κεναγγία.