μαιμάω

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιμάω Medium diacritics: μαιμάω Low diacritics: μαιμάω Capitals: ΜΑΙΜΑΩ
Transliteration A: maimáō Transliteration B: maimaō Transliteration C: maimao Beta Code: maima/w

English (LSJ)

(redupl., cf. Μάω), Ep. 3pl. μαιμώωσι, part. μαιμώων, -ώωσα, Hom. (v. infr.); Aeol. part. μαιμάεντι· ἐνεργῶς κινουμένῳ, Hsch.: Ep. aor.

   A μαίμησα Il.5.670:—Poet. Verb (Hom. only in Il.), to be very eager, quiver with eagerness, μαίμησε δέ οἱ φίλον ἦτορ Il.l.c.; μαιμώωσι πόδες καὶ χεῖρες 13.75; περὶ δούρατι χεῖρες ἄαπτοι μαιμῶσιν ib.78; μαιμώων ἔφεπ' ἔγχεϊ 15.742: metaph., of a spear, αἰχμὴ δὲ διέσσυτο μαιμώωσα 5.661, cf. 15.542; δεινὸν μαιμώοντα Orac. ap. Hdt. 8.77: c. inf., λὶς μαιμώων χροὸς ἆσαι Theoc.25.253, cf. Lyc.529, etc.: not common in Trag., μαιμᾷ ὄφις the snake rages, A.Supp.895 (lyr.): c. gen., χεῖρα μαιμῶσαν φόνου eager for murder, S.Aj.50 (unless φ. goes with ἐπέσχε) ; μαιμώωσαι ἐδητύος A.R.2.269: in late Prose, μαιμῶσα ἐπιθυμία Ph.1.305, cf. 1.391 (ap.POxy.1173):—Pass., ἐς σίδηρον θύρσοι μαιμώοντο, prob. rushed into, were suddenly changed into, iron, D.P.1156.

Greek (Liddell-Scott)

μαιμάω: (κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΜΑ, μάω, πρβλ. παιφάσσω)· Ἐπικ. γ΄ πληθ. μαιμώωσι, μετοχ. μαιμώων, -ώωσα, Ὅμηρ.· Ἐπικ. ἀόρ. μαίμησα Ἰλ. Ε. 670· πρβλ. ἀναμαιμάω· - Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ., εἶμαι λίαν πρόθυμος, προθυμοῦμαι, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, κινοῦμαι μετ’ ἀκράτου ἐπιθυμίας πρὸς ἐκεῖνο ὅπερ ἐπιθυμῶ, «λαχταρῶ», μαίμησε δέ οἱ φίλον ἦτορ Ε. 670· μαιμώωσι πόδες καὶ χεῖρες, «μετὰ προθυμίας ὁρμῶσιν» (Σχόλ.), Ν. 75· περὶ δούρατι χεῖρες ἄαπτοι μαιμῶσιν αὐτόθι 78· μαιμώων ἔφεπ’ ἔγχεϊ Ο. 742· καὶ μεταφ. ἐπὶ λόγχης, αἰχμὴ δὲ διέσσυτο μαιμώωσα, ὡς τὸ λιλαιομένη, Ε. 661, πρβλ. Ο. 542· δεινὸν μαιμώοντα Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· καὶ οὕτως ὁ Θεόκρ. 25. 253 χρῆται αὐτῷ μετ’ ἀπαρ., λῖς μαιμώων χροὸς ἆσαι, πρβλ. Λυκόφρ. 529, κτλ.· - σπάνιον παρὰ Τραγ., μαιμᾷ ὄφις, μαίνεται ἐξ ὀργῆς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 895· μετὰ γεν., χεῖρα μαιμῶσαν φόνου, ὁρμῶσαν πρὸς φόνον, πρόθυμον εἰς..., Σοφ. Αἴ. 50· οὕτω, μαιμώωσαι ἐδητύος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 269. - Παθ., ἐς σίδηρον θύρσοι μαιμώοντο, πιθ., ὥρμησαν εἰς..., αἴφνης μετετράπησαν εἰς σίδηρον, Διον. Π. 1156.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. part. et 3ᵉ pl. ind. épq. μαιμώωσι et ao. poét. 3ᵉ sg. μαίμησε;
1 bondir, s’élancer ou s’agiter impétueusement;
2 fig. être agité d’un désir violent, bondir de désir : μαίμησε δέ οἱ φίλον ἦτορ IL et son cœur fut agité d’un désir violent ; αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο μαιμώωσα IL et la javeline s’enfonça impétueuse dans sa poitrine ; χεὶρ μαιμῶσα φόνου SOPH main avide de carnage.
Étymologie: R. Ma, tâter, chercher, avec redoublement ; cf. μαίομαι.