καταφονεύω

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφονεύω Medium diacritics: καταφονεύω Low diacritics: καταφονεύω Capitals: ΚΑΤΑΦΟΝΕΥΩ
Transliteration A: kataphoneúō Transliteration B: kataphoneuō Transliteration C: katafoneyo Beta Code: katafoneu/w

English (LSJ)

   A slaughter, Hdt.1.106, 165, al., E.Ba.1178 (lyr.):— Pass., Id.Or.536.

Greek (Liddell-Scott)

καταφονεύω: κατασφάζω, Ἡρόδ. 1. 106, 165, κ. ἀλ., Εὐρ. Βάκχ. 1177, κτλ.· καὶ τὸ παθ. καταφονευθῆναι πέτροις Ὀρ. 535.καταφόνης, ὁ, οἱ καταφόναι, οἱ φόνου ἄξια πράξαντες καὶ ἐπαξίως καταφονευτέοι, Δωρ., Εὐστάθ. 1098. 15.καταφορά, ἡ, καταβίβασις, ἰδίως ξίφους, πρβλ. καταφέρω, κτύπημα πρὸς τὰ κάτω, σπαθιά, τὴν κ. καιρίαν Πολύβ. 2. 33, 3, κτλ.· τὰς κ. τῶν μαχαιρῶν ἀσφαλίζεται ὁ θυρεός, ἀβλαβεῖς ἢ ματαίας καθιστᾷ, 6. 22, 4· ἐκ καταφορᾶς (Λατ. caesim, ἀντίθ. τῷ punctim), «κοφτά», ἀντίθ. τῷ «ἐμπηχτά», νύγδην (κεντήματι) ὁ αὐτ. 3. 114, 3· τραῦμα, ἐξ ἐπιπολῆς μᾶλλον ἢ καταφορᾶς, ὄχι βαθύ, Πλουτ. Διων. 34. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), καταφέρομαι, κατάβασις, πτῶσις, καταφοραὶ ὄμβρων καὶ πρηστήρων Πλάτ. Ἀξίοχ. 370C· κατάβασις, δύσις, κ. ἡλίου, δύσις τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 12· ἡ ἰσημερινὴ κ. Πολύβ. 3. 37, 5, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., Λόγγος 2. 24· κ. κοιλίας, διάρροια, Ἱππ. Ἀφ. 1262, πρβλ. καταφέρονται αἱ κοιλίαι. 2) προσβολή, ἔφοδος ληθάργου, κ. βαθεῖα καὶ δυσανάκλητος Ἱππ. Ἐπιδημ. 3. 1085· ἴδε καταφέρω Ι. 2. 3) ἐν συλλογισμῷ, συμπέρασμα, τὴν κ. ἐκ τῶν φαινομένων μεθοδεύειν ὁ αὐτ. 26. 2.

French (Bailly abrégé)

tuer, massacrer.
Étymologie: κατά, φονεύω.