προστρέχω
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
fut.
A -δρᾰμοῦμαι D.21.224:—run to or towards, come to one, πρὸς τοὺς νεκρούς Pl.R.440a; τινι Ar.Ach.1084, Av.759, X.An. 4.3.10, etc.: abs., run up, Id.HG3.1.18, Cyr.7.1.15, D.l.c., etc. 2 in hostile sense, make a sally, πρός τι X.Cyr.5.4.47. 3 of things, happen to one, τινι D.S.13.37 codd.; προστρέχει πολλαχοῦ τὸ γίγνεται" occurs frequently, Dam.Pr.401. II metaph., join or side with, [τῇ συγκλήτῳ] Plb.24.10.4, etc.; πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην Id.28.7.8; πρὸς τὴν ἀλήθειαν Id.18.15.2. 2 approach, -τρέχων τῇ ἐννόμῳ ἡλικίᾳ, i.e. not quite of age, POxy.247.12 (i A.D.). 3 resemble, c. dat., Corn.ND32.
German (Pape)
[Seite 783] (s. τρέχω), hinzu- od. hinanlaufen, προσδραμὼν πρὸς τοὺς νεκρούς, Plat. Rep. IV, 440 a; Xen. oft, auch feindlich anstürmen, Cyr. 5, 4, 47; προσδραμοῦνται καὶ παρέσονται βοηθοῦντες, Dem. 21, 224; Folgde; auch übtr., μάλιστα προστρέχειν πρὸς τὴν ἀλήθειαν, sich der Wahrheit nähern, Pol. 17, 15, 2; vgl. μάλιστα προσέδραμε πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην, 28, 7, 8; dah. Einem beitreten, 27, 13, 12 u. öfter; προσδραμὼν ἐπὶ τὸ πορθμεῖον, Luc. Mort. D. 27, 6.
Greek (Liddell-Scott)
προστρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, τρέχω πρός τινα, ἔρχομαι, προσέρχομαι, πρός τινα Πλάτ. Πολ. 440Α· τινὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1084, Ὄρν. 759, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 10 κτλ.· καὶ ἀπολ., ἀνατρέχω, τρέχω πρὸς…, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3., 18, Κύρ. 7. 1, 15, Δημ. 586. 4, κτλ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐφορμῶ ἐναντίον τινός, πρός τινα Ξεν. Κύρ. 5. 4, 47. 3) ἐπὶ πραγμάτων, συμβαίνω εἴς τινα, τινὶ Διόδ. 13. 37. ΙΙ. μεταφ., ἔρχομαι πρὸς τὸ μέρος τινός, τινὶ Πολύβ. 26. 3, 4, κτλ.· πρὸς τὴν γνώμην τινὸς ὁ αὐτ. 28. 7, 8, πρβλ. 17. 15, 2.
French (Bailly abrégé)
f. προσδραμοῦμαι, ao.2 προσέδραμον, etc.
courir vers : τινι ou πρός τινα, vers qqn ; avec idée d’hostilité s’élancer contre, avec πρός et l’acc..
Étymologie: πρός, τρέχω.