ὑπόνοια

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόνοια Medium diacritics: ὑπόνοια Low diacritics: υπόνοια Capitals: ΥΠΟΝΟΙΑ
Transliteration A: hypónoia Transliteration B: hyponoia Transliteration C: yponoia Beta Code: u(po/noia

English (LSJ)

ἡ, (ὑπονοέω)

   A suspicion, conjecture, guess, Ar.Pax993 (pl., anap.); τοῦ μὴ συνειληφέναι Sor.2.54, cf. Gal.6.663; ὑπόνοιαι τῶν μελλόντων notions formed of future events, Th.5.87; ἡ ὑ. τῶν ἔργων Id.2.41, cf. E.Ph.1133; in bad sense, ὑπόνοιαι πλασταί D.48.39, cf. Men.Mon.732.    2 suggestion, Phld.Mus.p.71 K.; imputation, Id.D.1.13.    II the real meaning which lies at the bottom of a thing, deeper sense, τὰς ὑ. οὐκ ἐπίστανται X.Smp.3.6; esp. covert meaning (such as is conveyed by myths and allegories), ὁ . . νέος οὐχ οἷός τε κρίνειν ὅτι τε ὑ. καὶ ὃ μή Pl.R.378d, cf. Plu.2.19e; opp. αἰσχρολογία, Arist.EN1128a24; καθ' ὑπόνοιαν by insinuation, covertly, Plb.28.4.5, D.H.Rh.9.1; δι' ὑπονοιῶν Alciphr.2.4.

German (Pape)

[Seite 1227] ἡ, versteckte Meinung, Verdacht, Argwohn, Vermuthung, Sinn einer Rede; ὑπόνοιαν, οἷα πείσεται ἡ πόλις Eur. Phoen. 1146; Thuc. 5, 87; ὑπόνοιαι πλασταὶ καὶ προφάσεις ἄδικοι Dem. 48, 39; öfter bei Folgdn; ἐν ὑπονοίᾳ ἦσαν χαίροντες Pol. 5, 15, 1; παρὰ ὑπόνοιαν, wider Erwarten, 1, 60, 1; εἰς ὑπόνοιαν ἔρχονται Luc. Asin. 47; ἐν ὑπονοίᾳ und καθ' ὑπόνοιαν, allegorisch, sinnbildlich, vgl. Ruhnk. Tim. p. 200; Ggstz ἐπ' ὀνόματος, Pol. 28, 4,5; eben so δι' ὑπ ονοιῶν, Thuc. 2, 41, l. d.; so δι' ὑπονοιῶν τωθάζειν Alciphr. 2, 4; vgl. noch θρασυνόμενον ἀβεβαίοις ὑπονοίαις ὑβρίζειν Plut. Sol. 28.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόνοια: ἡ, (ὑπονοέω) κεκρυμμένη σκέψις· ἐντεῦθεν, Ι. ὑποψία, εἰκασία, ὑπόθεσις, Ἀριστοφ. Εἰρ. 993· ὑπόνοιαι τῶν μελλόντων, γνῶμαι ἐσχηματισμέναι περὶ τῶν μελλόντων, Θουκ. 5. 87· ἡ ὑπ. τῶν ἔργων ὁ αὐτ. 2. 41, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1133· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπόνοιαι πλασταὶ Δημ. 1178. 2, πρβλ. Μενάνδρου Μονόστ. 732. ΙΙ. ἡ πραγματικὴ σημασία ἡ ὑποκειμένη ὡς βάσις, ὁ ἀληθὴς σκοπός, ἡ βαθυτέρα σημασία, τὰς ὑπ. οὐκ. ἐπίστασθαι Ξεν. Συμπ. 3. 6 μάλιστα, ἡ ὑπολανθάνουσα καὶ κεκρυμμένη σημασίαἔννοια (οἵα ἡ ἐν τοῖς μύθοις καὶ ταῖς ἀλληγορίαις περιεχομένη), ὁ... νέος οὐχ οἷός τε κρίνειν ὅ τι τε ὑπόνοια καὶ ὃ μὴ Πλάτ. Πολ. 378Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 19Ε· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἰσχρολογία, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 8, 6· καθ’ ὑπόνοιαν, κεκρυμμένως, Πολύβ. 28. 4, 5, Διονυσ. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 9. 1· δι’ ὑπονοιῶν Ἀλκίφρων 2. 4· δι’ ὑπονοίας, ἐν ὑπονοίᾳ Ἐκκλ.· ― ἀλλά, καθ’ ὑπ., ὡσαύτως, ἐπὶ ἀστείας παιδιᾶς, = παρὰ προσδοκίαν, Quintil. 6. 3, 84. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόνοια· ὑπερηφανία, θράσος».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 supposition, conjecture ; particul. fiction ; en mauv. part soupçon, suspicion;
2 pensée, sens, signification ; particul. signification symbolique ou allégorique.
Étymologie: ὑπονοέω.